Οι μεγάλοι πόνοι είναι βουβοί
Η θλίψη που φωνάζει είναι ανώριμη. Σαν τα μωρά παιδιά, κλαίει γοερά μέχρι να της κάνεις τα χατίρια μήπως κι ησυχάσει λιγάκι. Τρέφεται απ’ την υπερβολή κι απ’ τη δική μας τάση να την προβάλουμε μπροστά στα μάτια των τρίτων για να μας λυπηθούν. Στην ουσία όμως δε φαινόμαστε οι ήρωες, αλλά οι καημένοι της υπόθεσης. Ενώ όμως κάποιοι ζουν για τη συμπόνια, κάποιοι άλλοι πεθαίνουν για την αξιοπρέπεια τους.
Ο άνθρωπος που πονάει πραγματικά, δε φωνάζει. Δε φροντίζει να παίξει το ρόλο του κατατρεγμένου στη μέση ενός κατάμεστου θεάτρου για τα χειροκροτήματα. Θα σας αγριοκοιτάξουν αν τους χτυπήσετε με διάθεση συμπάθειας στην πλάτη γιατί αυτό που ζητούν είναι ο σεβασμός. Οι κραυγές δεν κερδίζουν συμπόνια, αλλά οίκτο. Γιατί ο πόνος δε διαλέγει να εκδηλωθεί με τη φωνή, αφού έτσι διακινδυνεύει να καλυφθεί απ’ τη βαβούρα του προβλήματος κάποιου άλλου. Αλλοιώνει τις εκφράσεις, μαγκώνει τις κινήσεις, περικυκλώνει τα μάτια με μια γιγάντια σκιά. Σε αφήνει να αναπνεύσεις ίσα-ίσα για να ζήσεις. Η πνοή δε φτάνει όμως για να φωνάξεις. Να τους φοβάστε τους ανθρώπους που σωπαίνουν συχνά. Κατεβάζουν το κεφάλι, δέχονται τη μία προσβολή μετά την άλλη, υπομένουν τις δυσκολίες κι αντιδρούν μόνο όταν τους λυπάσαι.
Η λύπηση δεν αποτελεί τιμητικό τίτλο, αλλά έναν αθέμιτο τρόπο να κερδίσεις την προσοχή. Νομίζεις ότι θα κρυφτείς πίσω από μουδιασμένα χαμόγελα κι επιπόλαιες δηλώσεις του στιλ «Είμαι μια χαρά». Θα πιάσουν τόπο στους πολλούς, αλλά όχι και στους φίλους. Γιατί ο φίλος αφουγκράζεται τους ψιθύρους που εκπέμπεις σε κρυμμένες συχνότητες. Έχει μάθει να συντονίζεται με τις μαύρες σου και ξεχωρίζει πλέον το «καλά» απ’ το «σkατά». Έχει εκπαιδευτεί ακόμα να αποκωδικοποιεί τα σήματα που αδιάκοπα στέλνει η καρδιά σας για βοήθεια. Θα σας καταλάβει από ένα βλέμμα κι απ’ την πρώτη νευρική χειρονομία. Θα το ψιλιαστείς όταν σε πονέσουν πολύ. Δε θα επιλέξεις να σταθείς στη μέση του πλήθους μπροστά στα αδιάκριτα βλέμματα ανθρώπων που δεν τους καίγεται καρφάκι. Καμία διάθεση για να δίνεις εξηγήσεις και ψεύτικα χαμόγελα τα οποία χάνονται με το που γυρίσεις την πλάτη. Πολύ απλά γιατί δεν οφείλεις σε κανέναν εξηγήσεις για τον τρόπο που νιώθεις και πολύ περισσότερο δεν έχεις την ανάγκη να σε παρηγορήσουν ή να σου τάξουν ότι αύριο τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Στην ουσία, δε σε νοιάζει αν τα πράγματα θα είναι αύριο όντως καλύτερα. Εσύ μένεις στο σήμερα γιατί δεν έχεις κουράγιο να κοιτάξεις παρακάτω.
Ποιος θα σηκωθεί να πάει μες την τρελή χαρά στη δουλειά; Ποιος θα πάει τα παιδιά στο σχολείο; Ποιος θα σιδερώσει; Ποιος θα πλύνει το αμάξι; Ποιος θα διαβάσει; Ποιος θα εpωτευτεί για να πληγωθεί και πάλι απ’ την αρχή; Αφού δείχνεις καλά, είσαι σε θέση να γυρίσεις στους ρυθμούς της καθημερινότητάς σου. Για τα μάτια του κόσμου, αφού δεν το λες, δεν πονάς. Τις μόνες εξηγήσεις θα τις δώσεις στον εαυτό σου. Ακόμη κι αν έχεις τα μαύρα σου τα χάλια, εκείνος αγαπάει το είδωλο που σου χαμογελάει συγκρατημένα στον καθρέφτη. Θα σε συγχωρήσει για τα δάκρυα που ίσως σε επισκεφτούν απρόσκλητα κάποιο βράδυ και θα μείνει ξάγρυπνος για να σου κάνει παρέα μέχρι να κοιμηθείς. Εκείνος δε θα αναρωτηθεί ποτέ γιατί πονάς για πράγματα που ίσως δεν αξίζουν, για ανθρώπους που δε σου έδωσαν ποτέ τη δέουσα σημασία, για προσπάθειες που επισφραγίστηκαν με μια τρανταχτή αποτυχία. Κανείς άλλος δεν μπορεί να σε νανουρίσει γιατί κανείς άλλος δεν έχει νιώσει όπως εσύ.