Ο χρόνος είναι πάντα δανεικός, ποτέ δεδομένος.
Ένας χρόνος έφυγε. Κι ένας νέος στέκει στα σπάργανα, ανοίγοντας τα μάτια απορημένος.
Σε περιεργάζεται, καθώς δε σε ξέρει. Όπως κι εσύ δε γνωρίζεις τίποτα για αυτόν. Ξέρεις μόνο όσα ο παλιός πήρε μαζί του.
Γέλια και δάκρυα, απώλειες κι αποτυχίες μα κυρίως ανθρώπους.
Ανθρώπους που πέρασαν και δε στάθηκαν, ανθρώπους που υποσχέθηκαν να μείνουν αλλά είπαν ψέματα. Άλλους πάλι που ήθελαν να μείνουν μα δεν μπόρεσαν. Ήταν αλλιώτικο το ’15. Δύσκολο, περίεργο, μουδιαστικό.
Και κάνοντας ταμείο, σε άφησε χρεωμένο. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αφοπλιστικά και ξενερωτικά. Μα ανθρώπινα.
Γιατί όλα μέσα στη ζωή είναι. ‘Όλα για τους ανθρώπους, λύπες και χαρές. Όλα έρχονται να σου θυμίσουν πόσο ανατρεπτική είναι η ύπαρξη. Πόσες οι στροφές και οι ανηφόρες της, πόσα τα χαλκόστρωτα και τα ροδοσπαρμένα της.
Ζωή, ρε φίλε. Μήτε φίλος, μήτε εχθρός. Απλά ζωή.
Με τα δικά της σχέδια, που αδιαφορούν για τα δικά σου. Ότι θέλει αυτή. Κι εσύ ακολουθείς. Άλλωστε δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς.
Ακολουθείς κι ελπίζεις πως η θέληση της θα έρθει να ευθυγραμμιστεί με τη δική σου. Πως όσα όνειρα αποτόλμησες να κάνεις, όσες ελπίδες κράτησες με κόπο ζωντανές, θα τη βρουν σύμφωνη και γενναιόδωρη.
Έτσι υποδέχτηκες το χρόνο που ήρθε. Με καρδιά γεμάτη ελπίδα κι ας είναι η πλάτη σκυφτή από όσα πέρασαν. Ελπίδα πως η απώλεια και ο πόνος δε θα γίνουν συνήθεια και φέτος.
Ελπίδα πως το κάθε χαμόγελο θα είναι αληθινό κι όχι ζωγραφισμένο. Ελπίδα πως οι άνθρωποι που είναι δίπλα σου, θα παραμείνουν. Και πως θα έρθουν κι άλλοι, όπως τους θέλεις, όπως τους ζήτησες.
Γιατί οι άνθρωποι στη ζωή δεν είναι ποτέ αρκετοί. Πάντα θα υπάρχει χώρος και για έναν, δύο ή και πολλούς ακόμη. Είναι ζωογόνα η ενέργεια των δικών σου ανθρώπων, φίλε.
Είναι ανάσα που διεγείρει κάθε νεκρωμένο σου κύτταρο. Είναι θησαυρός ανυπολόγιστης αξίας. Ρώτα εκείνους που έμειναν μόνοι να σου πουν.
Ρώτα αυτούς που είδαν σπίτια κι αγκαλιές να αδειάζουν, να χάνονται. Ρώτα τους κι ύστερα κάνε το σταυρό σου.
Γιατί εσύ αξιώθηκες την ευτυχία των ανθρώπων. Ζεστάθηκες από την αγάπη τους, ησύχασες από την παρουσία τους. Κι ας γκρεμίζονται όλα τριγύρω. Εσένα σου χαρίστηκε η ανθρώπινη επαφή σε καιρούς που όλα καταρρέουν, που είναι λειψά, ασθενικά και λίγα.
Κάνε το σταυρό σου και πες «Δόξα σοι». Και την ίδια στιγμή, πες κι ένα «Βοήθα». Πες τα μαζί, σαν προσευχή, σα παράκληση, σαν ξόρκι.
Πες τα και περίμενε να δεις τι θα γίνει. Όχι μοιρολατρικά, αλλά με πείσμα και θέληση, με δύναμη κι ελπίδα. Τόλμησε να πιστέψεις στο καλό και περίμενέ το. Αλλιώς ζωή δε βγαίνει. Μήτε ο χρόνος…
Νέος χρόνος… Καλός, κακός, δεν ξέρεις. Ελπίζεις μόνο. Όπως και να είναι, όμως, είναι χρόνος. Κι άλλος χρόνος, δικός σου. Να τον αξιοποιήσεις όπως ξέρεις και μπορείς. Να τον εκμεταλλευτείς, να τον πλάσεις, να τον σχεδιάσεις, να τον κυνηγήσεις. Χρόνος ρε φίλε. Δανεικός, όχι δεδομένος.
Να το θυμάσαι…