Connect with us

Ο άνεμος κουβαλά την αρχή της Δημιουργίας καθώς πνοή θεϊκή έδωσε ζωή στην πλάση. Ο ήχος έπρεπε να μεταφέρει το μήνυμα του. Αγκιστρώθηκε, λοιπόν, στην “ουρά” του ανέμου και ταξίδεψε…

Δεν θα έφτανε ως εμάς όμως αν δεν υπήρχε η ενδιάμεση οδός. Αόρατη για τους κοινούς θνητούς, άυλη, αλλά με ένα αρχάγγελο να στέκει εκεί και να άδει. Πώς αλλιώς; Μόνο η φωνή θα μπορούσε να “αγκαλιάσει” και να μεταδώσει την αρχέγονη μελωδία. Για μας ένας υπήρξε ο αρχάγγελος και τα φτερά του ακούμπησαν στην κορφή του Ψηλορείτη.

Εκεί, που το κοσμικό συναντά το υπερβατικό. Εκεί που το μυστήριο της Κρήτης είναι βαθύ σύμφωνα με τον Καζαντζάκη. Εκεί που φωνή ηλεκτρισμένη, στεντόρεια, διαπεραστική, γεννήθηκε και έπεσε ως μάννα εξ ουρανού για να μας κρατήσει ζωντανούς, όρθιους, γενναίους, λεβέντες.

Ενσάρκωση αυτής ο Νίκος Ξυλούρης. Η φωνή μας, ο κόσμος μας, το κουράγιο μας, οι πανανθρώπινες αξίες μας και ένας λόγος που η ψυχή μας στέκει αγέρωχη.

Η γενεθλια γη και ο παππους “ΨΑΡAΚΗΣ”

Ο Νίκος Ξυλούρης φέρεται να γεννήθηκε στα Ανώγεια (ορεινό χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου του Νομού Ρεθύμνης) στις 7 Ιουλίου 1936. Θα κρατηθεί όμως μια επιφύλαξη για την ακριβή ημερομηνία, εφόσον στις 13 Αυγούστου 1944 τα Ανώγεια καταστράφηκαν ολοσχερώς από τις γερμανικές αρχές Κατοχής και κάηκαν όλα τα έγγραφα που πιστοποιούσαν τα ληξιαρχικά στοιχεία.

Μετά την απελευθέρωση, τα έγγραφα που είχαν καεί αντικαταστάθηκαν από καινούργια, με τα στοιχεία να συγκεντρώνονται κυρίως από προφορικές μαρτυρίες, αλλά και συνδυάζοντας γεγονότα, μέθοδος που είναι βέβαια “κατά προσέγγισιν”. […]

Γονείς του Νίκου ήταν ο Γιώργης και η Ελευθερία Ξυλούρη, οι οποίοι απέκτησαν έξι παιδιά: προηγήθηκαν τρία κορίτσια, κατά σειρά η Έλλη, η Ζουμπουλιά και η Ευρυδίκη, ενώ ακολούθησαν τρία αγόρια, ο Νίκος, ο Αντώνης και ο Γιάννης.

Η οικογένεια Ξυλούρη μπορεί να μην ήταν πλούσια, διατηρούσε όμως μεγάλο κύρος ανάμεσα στους κατοίκους της περιοχής, κυρίως λόγω του θρυλικού Ψαράκη, παππού του Νίκου.

Ο Ψαράκης (Αντώνης Ξυλούρης) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους κρητικούς οπλαρχηγούς επί τουρκοκρατίας και έγινε λαοπρόβλητος χάρη στις παράτολμες ενέργειες που έκανε με την ομάδα του.

Μπορούσαν να μέσα στην ίδια μέρα να “χτυπήσουν” δύο διαφορετικά τουρκοχώρια που απείχαν αρκετά χιλιόμετρα μεταξύ τους.

Επειδή, λοιπόν, ήταν γρήγορος (σαν τον ψάρι που εξαφανίζεται στο νερό), του έβγαλαν το παρατσούκλι Ψαράκης, το οποίο, όπως συνηθίζεται στην Κρήτη, κληρονόμησαν έκτοτε τα παιδιά του, τα εγγόνια του.

Τον Γιώργη τον φωνάζανε Ψαρογιώργη, ενώ οι τρεις γιοι του ήταν γνωστοί ως Ψαρονίκος, Ψαραντώνης και Ψαρογιάννης αντίστοιχα. Επίσης, μια από τις ηγετικές μορφές του αντάρτικου της Κρήτης στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής ήταν ο Χριστομιχάλης Ξυλούρης, εξάδελφος του Γιώργη. […]

Ο Λυράρης Νίκος Ξυλούρης

Ο Νίκος ανακάλυψε την έφεση του στη μουσική τα χρόνια που είχαν καταφύγει οικογενειακώς ως πρόσφυγες -μετά την καταστροφή των Ανωγείων- σε διάφορα χωριά του Ηρακλείου όπου είχαν συγγενείς. Κάποια στιγμή επέστρεψαν, όταν ξαναχτίστηκε το σπίτι τους, στο ισόγειο του οποίου στεγαζόταν και το καφενείο που διατηρούσε ο Γιώργης.

Ο Νίκος προσπάθησε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει μια λύρα, εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Εκείνη την εποχή το να είσαι λυράρης προοιώνιζε μια δύσκολη ζωή, ήταν ένα επάγγελμα παντελώς ανυπόληπτο. Ο Μενέλαος Δραμουντάνης, δάσκαλος του στο δημοτικό, αντιλήφθηκε πρώτος πόσο καλή φωνή είχε ο μαθητής του, που τραγουδούσε σε όλες τις σχολικές εκδηλώσεις, αλλά και με οποιαδήποτε άλλη ευκαιρία.

Ήταν εκείνος που έπεισε τελικά τον Γιώργη να το αγοράσει μια λύρα, λέγοντας του πως ήταν κρίμα να ξεστρατίσει το παιδί από τη φυσική του κλίση. Ο Νίκος υπήρξε αυτοδίδακτος στο όργανο (κατά άλλη μία εκδοχή υπήρξε για ένα διάστημα μαθητευόμενος του λυράρη Λεωνίδα κλάδου).

Όποια και να είναι η αλήθεια, φαίνεται ότι στην περίπτωση του, όπως και στα δυο του αδέλφια, που επίσης έγιναν εξαιρετικοί μουσικοί, είχαν επιδράσει τα γονίδια του παππού -πατέρα της μητέρας του-, του περίφημου λυράρη Καραμουζαντώνη (Αντώνη Σκουλά). Τα Ανώγεια είχαν αναδείξει μία ακόμα μεγάλη μουσική φυσιογνωμία: τον Μανώλη Πασπαράκη, ο οποίος ήταν γνωστός με το παρατσούκλι “Στραβός” διότι είχε τυφλωθεί από μικρός. […]

Η ενασχόληση του Νίκου με τη μουσική, που σιγά-σιγά έγινε επαγγελματική, έδωσε τη δυνατότητα στα δύο μικρότερα αδέλφια του να εξελίξουν και το δικό τους ταλέντο. Έτσι, ο Γιάννης, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να μαθαίνει λαούτο και μαντολίνο, έγινε μόνιμος “ακομπανιατέρ” του Νίκου και είχε καθοριστική συμβολή στην ανάδειξη του στον μεγάλο λυράρη που ξέρουμε.

Εκείνα τα χρόνια, το ρεπερτόριο που προτιμούσε το κοινό των μεγάλων αστικών κέντρων δεν ήταν τα παραδοσιακά κρητικά, αλλά τα ευρωπαϊκά τραγούδια. Σε ηλικία δεκαεπτά χρόνων, ο Νίκος κατέβηκε στο Ηράκλειο αναζητώντας μια καλύτερη τύχη ως μουσικός. Εκεί πέρασε μερικά χρόνια υπό συνθήκες απόλυτης ένδειας, την οποία απέκρυπτε επιμελώς από τον πατέρα του.

Δεν δέχθηκε ποτέ οικονομική βοήθεια από εκείνον, αρνούμενος να επιβαρύνει τον ούτως ή άλλως μετρημένο προϋπολογισμό της οικογένειας. Ο Νίκος ήταν από τους πρώτους που εναρμονίστηκε με το ρεύμα που επικρατούσε και έμαθε να παίζει στη λύρα τα “ελαφρά” τραγούδια της εποχής, ελληνικά και ξένα.

Ο έpωτας, οι δίσκοι και τα ριζίτικ

Τον Φεβρουάριο του 1956 γνωρίζει, σε μια αποκριάτικη χοροεσπερίδα στο Ηράκλειο, στην οποία πήγε να παίξει ως μουσικός, την Ουρανία Μελαμπιανάκη, μαθήτρια Γυμνασίου τότε. Το Βενεράτο, 20 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο, ήταν ένα εύπορο μέρος με μεγάλη γεωργική παραγωγή σε αντίθεση με τα Ανώγεια, όπου οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία.

Οι δύο νέοι αγαπήθηκαν, όμως ο έpωτας τους έφερε στην επιφάνεια τις κοινωνικές προκαταλήψεις της εποχής. Ο κοσμοπολίτης Μιχάλης Μελαμπιανάκης, άνθρωπος που διέθετε μεγάλο κύρος στην Κρήτη, ήταν δεδομένο πως δεν θα έβλεπε με καλό μάτι το ειδύλλιο της κόρης του με έναν νέο ο οποίος ασκούσε το επάγγελμα του μουσικού. Έτσι, το 1958 ο Ξυλούρης “έκλεψε” την Ουρανία και την ίδια χρονιά παντρεύτηκαν.

Η Ουρανία έκανε αρκετά χρόνια να ξαναμιλήσει με τον πατέρα της. […] Μετά τον γάμο, το ζευγάρι έμεινε για ένα μικρό διάστημα στο πατρικό σπίτι του Νίκου στα Ανώγεια και αργότερα μετακόμισαν σε ένα μικρό καμαράκι που νοίκιασαν στο Ηράκλειο.

Το 1960 απέκτησαν το πρώτο παιδί, τον Γιώργη, και έξι χρόνια αργότερα το δεύτερο, τη Ρηνιώ. Το 1963, ο τρίχρονος Γιώργης αντιμετώπισε ένα μεγάλο πρόβλημα υγείας που έθεσε σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του. Απαιτούσε ειδική -και πανάκριβη- νοσοκομειακή αγωγή. Τότε, η οικογένεια Μελαμπιανάκη αποδέχτηκε οριστικά τον Νίκο Ξυλούρη ως γαμπρό της.

Η είσοδος του Ξυλούρη στην δισκογραφία καταγράφεται στις 21 Νοεμβρίου 1958. Τότε, στην Αθήνα, ηχογράφησε τα δύο πρώτα του τραγούδια που κυκλοφόρησαν σε δίσκο 78 στροφών από την “Odeon”: “Κρητικοπούλα” και “Δεν κλαίνε οι δυνατές καρδιές”. Τον συνόδεψε ο αδερφός του Γιάννης στο λαούτο και -ελλείψει τραγουδίστριας- δεύτερη φωνή έκανε η γυναίκα του. Αξίζει να σημειωθεί πως για να πεισθεί η εταιρεία να κυκλοφορήσει τον δίσκο, χρειάστηκε να επέμβει ο πολιτικός και οικονομικός παράγοντας Παύλος Βαρδινογιάννης, ο οποίος εγγυήθηκε πως “αν δεν πουλήσει ο δίσκος θα καλύψω εγώ τη ζημιά”.

Δεν χρειάστηκε όμως να γίνει, αφού ο δίσκος γνώρισε επιτυχία και στάθηκε η αφορμή για να ακουστεί το όνομα του ανερχόμενου λυράρη. Ο Ξυλούρης ξαναμπήκε στο στούντιο περίπου δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου, στην αρχή ηχογραφώντας μια σειρά δίσκων 45 στροφών για λογαριασμό της “Fidelity” και από το 1965 μέχρι το 1967 για τη “Music Box”. Επέμενε μάλιστα να μπαίνει στη μία πλευρά του δίσκου ένα συρτό, ως πιο “εμπορικό”, και στην άλλη ένα ριζίτικο. Εκείνη την εποχή τα ριζίτικα δεν τραγουδιόντουσαν ευρέως στην Κρήτη.

Μπορούσες να τα ακούσεις μόνο στα Χανιά και σε κάποια πεδινά χωριά του Ρεθύμνου. Ως τραγούδια “της τάβλας” δεν ακουγόντουσαν στα γλέντια. Εμπεριείχε, λοιπόν, μεγάλο ρίσκο το να τραγουδήσει κάποιος ριζίτικα σε δίσκους και αυτός που το τόλμησε πρώτος ήταν ο Ξυλούρης.

Τραγούδια-Διαμάντια

Η φωνή του Ξυλούρη ήταν θείο δώρο και θα ήταν άδικο και ανεξήγητο να μην αξιοποιηθεί. Αυτοί που κυρίως το επιχείρησαν -και το κατάφεραν- ήταν οι Γιάννης Μαρκόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Χρήστος Λεοντής και Λουκάς Θάνος. Η συνεργασία τους με τον μοναδικό ερμηνευτή μας έδωσε τραγούδια-διαμάντια που η λάμψη τους είναι το ίδιο εκτυφλωτική με την εποχή που δημιουργήθηκαν.

Η περίοδος 1970-1972 είναι η πιο σημαντική στη σχέση Μαρκόπουλου-Ξυλούρη. Το “Χρονικό” (1970) και η “Ιθαγένεια (1972), μαζί με την προσέγγιση στα “Ριζίτικα” (1971) και τη σημαντική συμβολή της φωνής του Ξυλούρη, στον ελάχιστο χρόνο μιας τετραετίας, μέσα από μιαν εμπνευσμένη και καταιγιστική εργασία του συνθέτη, έχουν δώσει ένα ισχυρότατο ενιαίο στίγμα του ίδιου και του τραγουδιστή ως σήμερα.

Τα παραπάνω έργα, ενδεικτικά της πολιτικοπολιτιστικής φιλοσοφίας του συνθέτης “επιστροφή στις ρίζες”, χρησιμοποιούν ήχους, ηχοχρώματα, ρυθμούς και μοτίβα από τη παράδοση, ειδικά της Κρήτης. Άξιο αναφοράς φυσικά και το “Ο Στρατής θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους” (1973) σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη. Ο Ξυλούρης τραγουδά το ομώνυμο ποίημα ανάμεσα σε άλλα του νομπελίστα ποιητή.

Ο Ξαρχάκος παίρνει τη σκυτάλη. Το “Διόνυσε καλοκαίρι μας” (1972) είναι το ξεκίνημα, στο οποίο τραγουδούσαν εναλλάξ τα εννιά μόλις τραγούδια του Ξαρχάκου ο Ξυλούρης με την Αφροδίτη Μάνου. Η επόμενη συνεργασία θα σφραγιστεί από την πορεία της πτώσης της χούντας. Στις 5 Νοεμβρίου 1973, λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, σφραγίζεται η μπουάτ “Λήδρα” (εμφανιζόταν εκεί ο Ξυλούρης) για δέκα μέρες.

Το “Μεγάλο μας τσίρκο” του Ιάκωβου Καμπανέλλη αφήνει εποχή. Το 1974 θα κυκλοφορήσουν η μουσική και τα τραγούδια της παράστασης. Η παρουσία του Ξυλούρη ξεχωριστή και ανεξίτηλη. Την ίδια χρονιά θα κυκλοφορήσει η “Συλλογή”. Σε αυτήν το κοινό θα ακούσει μοναδικά κομμάτια: “Εpωτόκριτος”, “Ράβε Ξήλωνε”, “Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη”, “Παλικάρι στα Σφακιά”, “Ήτανε μια φορά”.

Η συνέχεια στην ίδια κατεύθυνση με τον Χρήστο Λεοντή. Η γνωριμία τους γίνεται το 1973 στη μπουάτ “Αγρύπνια” που είχε ανοίξει ο συνθέτης για να παρουσιάζει τα τραγούδια που συνέθετε. Αναμφίβολα το “Καπνισμένο τσουκάλι” (1975) σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου είναι αυτό που ξεχωρίζει από την καλλιτεχνική τους συνύπαρξη.

Τα τραγούδια αυτά τα είχε μόλις συνθέσει ο Λεοντής και τα παρουσίαζε για πρώτη φορά στο κοινό. Να πώς περιγράφει την πρώτη τους γνωριμία: “Με τον Ξυλούρη δεν είχα μέχρι τότε γνωριστεί από κοντά, ήξερε βέβαια ο ένας το έργο του άλλου.

Μετά από παράσταση ήρθε και με βρήκε και πολύ συγκινημένος μου είπε Αυτά τα τραγούδια πρέπει και θέλω να τα πω εγώ. Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας”. Το 1975 λοιπόν κυκλοφορεί ο δίσκος και γνωρίζει αμέσως μεγάλη επιτυχία. Στις συναυλίες τους, ο κόσμος ήταν ενθουσιώδης. Μετά η συνεργασία των δύο συνεχίστηκε σε λίγες συναυλίες και σε ορισμένα τραγούδια.

Φτάνουμε λίγο πριν το τέλος. Το 1978 κυκλοφορεί το “Σάλπισμα” σε μουσική Λουκά Θάνου. Για πρώτη και τελευταία φορά συνεργαζόταν με έναν νέο συνθέτη, διόλου γνωστό, μετά από μια εντυπωσιακή δεκαετία πορεία στο τραγούδι.

Στο “Σάλπισμα” ανακαλύπτεται ένας πολύ ενδιαφέρων “Ξυλούρης”. Και μόνο ότι σε αυτόν τον δίσκο θα τραγουδήσει την “Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου” (ποίηση Κ. Βάρναλη) αρκεί για να τον τοποθετήσουμε στους αξιομνημόνευτους της ελληνικής δισκογραφίας.

Ο Θάνος στο εσώφυλλο του δίσκου σημείωνε ότι τα τραγούδια είχαν μελοποιηθεί το διάστημα 1969-1972, είχαν ενορχηστρωθεί το 1974, ηχογραφήθηκαν το 1976 και χρειάστηκαν “τρία χρόνια απ’ όταν τελειώσαμε τις ηχογραφήσεις και δέκα απ’ όταν άρχιζα να τον συνθέτω, για να δοθούν στο εμπόριο”.

Δέκα μόλις τραγούδια, το ένα πιο ωραίο από το άλλο. Η πρώτη πλευρά περιείχε δυο μελοποιήσεις του Βάρναλη, δύο του συνθέτη και ένα ποίημα του Άρη Αλεξάνδρου. Η δεύτερη πέντε ποιήματα του Καρυωτάκη.

Να κρατήσουμε το “ΠΟΤΕ ΘΑ ΚAΝΕΙ ΞΑΣΤΕΡΙA

Ο βίος του Ξυλούρη σύντομος, αλλά γεμάτος στιγμές αυθεντικού μεγαλείου. Και πώς να τις κρατήσεις αν δεν κοιτάς τον εαυτό σου με θάρρος και σιγουριά; Υποχρέωση του ακροατή που γνωρίζει χωρίς φόβο και πάθος τον Ξυλούρη να κρατήσει το “Πότε θα κάνει ξαστεριά” (1971, Ριζίτικα). Εκεί η δίχως όρια φωνή συναντά τον μεγάλο Κρητικό.

Μαζί μεταφέρουν ένα μήνυμα διαχρονικό, αναλλοίωτο, έμπλεο ιερών, πανανθρώπινων στιγμών. Με το τραγούδι αυτό μας καταθέτει τα διαπιστευτήρια του, όχι γιατί είναι υποχρεωμένος να το κάνει, αλλά για να ξεσηκώσει, να παραδειγματίσει, να παρακινήσει. Η φωνή του αντηχεί στα μαύρα χρόνια της δικτατορίας και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου γίνεται οδηγός για τους φοιτητές και όσους στηρίζουν τον αγώνα τους.

Την ελευθερία και την ανυποχώρητη στάση για πρόοδο, ισότητα, δικαιοσύνη εκφράζει με λόγια εμποτισμένα στην κρητική ψυχή που δεν παραδίδεται ποτέ. Έτσι, σαν άγγελος που μεταφέρει ιερό μήνυμα θα λάβει το άδικο της μοίρας.

Το 1979, οι ιατρικές εξετάσεις που είχε κάνει αποκαλύπτουν ότι πάσχει από καρκίνο των πνευμόνων. Η αρρώστια εξελίχτηκε ραγδαία και στις 8 Φεβρουαρίου 1980 άφησε την τελευταία του πνοή.

«ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ»

Ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του Νίκου Ξυλούρη. Γράφτηκε για τις ανάγκες και ακουγόταν στους τίτλους της τηλεοπτικής σειράς «Οι έμποροι των εθνών» σε σκηνοθεσία του Κώστα Φέρρη βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Αυτή ξεκίνησε να προβάλλεται τον Οκτώβριο του 1973, ωστόσο συνάντησε μεγάλα προβλήματα από τη λογοκρισία του  δικτατορικού καθεστώτος, το οποίο απαγόρευσε ν’ ακούγεται η φωνή του Ξυλούρη.

Το τραγούδι πρωτοεμφανίστηκε στο άλμπουμ με τίτλο «Νίκος Ξυλούρης Συλλογή» (1972). Ο τίτλος του δίσκου αντικατοπτρίζει πλήρως το περιεχόμενό του, καθώς στην πρώτη πλευρά του περιλαμβάνονται σε δεύτερη εκτέλεση τραγούδια που είχε ερμηνεύσει λίγα χρόνια νωρίτερα ο αξέχαστος Νίκος Ξυλούρης και στη δεύτερη τέσσερις καινούργιες δημιουργίες του Σταύρου Ξαρχάκου και δύο που είχαν γραφτεί για τις ανάγκες του κινηματογράφου και της τηλεόρασης όπου το ένα από αυτά ήταν το «Ήτανε μια φορά».

Στο εσώφυλλο του δίσκου υπάρχει ένα μίνι φωτογραφικό άλμπουμ με φωτογραφίες από τα παιδικά και νεανικά χρόνια του Νίκου Ξυλούρη στην Κρήτη, ενώ στο οπισθόφυλλο ένα σημείωμα του Σταύρου Ξαρχάκου γραμμένο στις 2 Απριλίου 1974.

Αργότερα, ηχογραφήθηκε και από το Μανώλη Λιδάκη, τη Μαρία Φαραντούρη, το Δημήτρη Υφαντή…

Σύμφωνα με τα λεγόμενα της ίδιας της κυρίας Ουρανίας Ξυλούρη: Ο Ξυλούρης ειδοποιήθηκε για αυτή την ηχογράφηση κυριολεκτικά τελευταία στιγμή: τον ξύπνησαν και τον κατέβασαν στο στούντιο χωρίς πρόβες, χωρίς τίποτα, για να ηχογραφήσει.

Το έβγαλε με τη μία, είναι αυτή η εκτέλεση που γνωρίζουμε όλοι. Ένα-δυο λαθάκια (π.χ. όταν τραγουδά «κι εμένανε μ’ αφήνεις», αντί «αφήνει» που έχει νόημα βάσει των προηγούμενων στροφών) οφείλονται στην κόπωση.

Ο ίδιος ο Ξυλούρης τα πρόσεξε αργότερα και ζήτησε από το φίλο και συνεργάτη του να το ξαναηχογραφήσουν. Ο Ξαρχάκος όμως του απάντησε: «Όπως το είπες τώρα, δεν πρόκειται να το ξαναπείς»! Πόσο αλήθεια ήτανε… 35 χρόνια μετά κανείς δεν τον ακούει σε αυτό το τραγούδι χωρίς να ριγήσει.

Advertisement