Να πηγαίνεις εκεί που σ’ αγαπούν, όχι εκεί που αγαπάς
Η διαδρομή των ανθρώπων στον έpωτα, είναι μάλλον κάπως ανορθόδοξη. Αν η εpωτική έλξη είναι ένας μαγνήτης, τότε εμείς είμαστε κάτι αστεία σωματίδια που τρέχουμε με όλη μας τη δύναμη να απομακρυνθούμε απ’ αυτό που ελκύουμε και κυνηγάμε αυτό που μας απωθεί.
Προσπαθούμε –μάταια – να κολλήσουμε πάνω σε αυτό το σώμα. Κι εξακολουθούμε να πιστεύουμε με βλακώδη ευλάβεια πως τα δικά μας και μόνο μαγνητικά πεδία, η δική μας θέληση, έλξη και προσπάθεια, αρκούν. Το βλέπουμε ως πρόκληση, είναι η απάντηση στο μαζοχισμό μας ή είμαστε απλώς ανώριμοι, χαζοί ονειροπόλοι ενός έpωτα που δε διαγράφεται ούτε ως σκίτσο. Ίσως κι όλα αυτά μαζί με λίγη μεγαλύτερη βαρύτητα στη συναισθηματική μας βλακεία. Οι άνθρωποι, λοιπόν, αφού τα καταφέραμε με το συντακτικό και τη γραμματική, χωρίσαμε φωνές ενεργητικές και παθητικές και διακρίναμε συναισθήματα που μας εμπνέουν και που εμπνέουμε.
Διακρίναμε έτσι το «αγαπώ» και το «αγαπιέμαι», με τις φωνές στο κεφάλι μας, όμως, δεν καταφέραμε να βγάλουμε άκρη. Κι αν ανήκεις στη μερίδα αυτών που πιστεύουν πως να αγαπάς και να αγαπιέσαι, είναι το ίδιο και το αυτό, τότε δύο τα τινά. Η ήσουν πάρα πολύ τυχερός ως τώρα ή πλανάσαι πλάνην οικτράν, μάτια μου. Άλλο αγαπώ κι άλλο αγαπιέμαι και να με συγχωρήσει ο Λουντέμης με το «Αγαπώ θα πει αγαπώ. Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά» αλλά όχι, όταν αγαπώ, θέλω και να αγαπιέμαι και δεν είναι καθόλου δική του δουλειά του άλλου. Συζητήσεις επί συζητήσεων, κλάματα, απογοητεύσεις, ευτυχίες μικρής διαρκείας και το αγαπώ σε ενεργητική φωνή, δεν οδηγεί παρά σε δυστυχία μακράς διαρκείας. Αν τα φυτά τρέφονται με νερό, οι άνθρωποι τρέφονται με αγάπη. Κι όσο κι αν θέλουμε με ηρωισμό κι αυταπάρνηση να πείσουμε τους άλλους, μα κυρίως τους εαυτούς μας πως μας αρκεί να αγαπάμε και να δίνουμε, το εγωιστικό κακομαθημένο κaθικάκι που κρύβουμε όλοι μέσα μας, ψοφάει για αγάπη, αγάπη που θα πάρει. Κι αφού ο έpωτας είναι η πιο άδικη συναλλαγή και το «αγαπώ», δεν πάει πάντα σετ με το «αγαπιέμαι», κάποια στιγμή διαλέγεις στρατόπεδο.
Είναι αυτό το εφηβικό παιχνιδάκι που μας έλεγαν «αν πνιγόντουσαν δύο άνθρωποι, αυτός που αγαπάς κι αυτός που σ’ αγαπάει κι είχες μόνο ένα σωσίβιο, ποιον θα έσωζες;» Κι οι περισσότεροι δε θέλαμε καν χρόνο να το σκεφτούμε, με την περηφάνια της βλακείας μας απαντούσαμε ευθαρσώς «αυτόν που αγαπάω». Τα χρόνια, όμως, πέρασαν κι αφού εpωτευτήκαμε και χτυπηθήκαμε και κλάψαμε και θυσιαστήκαμε και προσπαθήσαμε μέχρι που χάσαμε κάθε ελπίδα να κερδίσουμε την αγάπη κάποιου που ουσιαστικά ποτέ δε μας την υποσχέθηκε κι ούτε μας τη χρωστάει κιόλας, μάθαμε πως η αγάπη δεν ανήκει στον κανόνα δράσης-αντίδρασης και πως όσο κι αν αγαπήσεις, δε σημαίνει πως θα αγαπηθείς.
Να μην πηγαίνεις, λοιπόν, εκεί που αγαπάς, μάλλον να φεύγεις από εκεί, κι όσο πιο γρήγορα τόσο πιο ολόκληρος, γιατί όσο μένεις, δίνεις κι όσα δίνεις, δεν τα παίρνεις πίσω· εσύ απλώς κυκλοφορείς με συναισθήματα ανάπηρα κι επίδομα δεν παίρνεις. Να πηγαίνεις εκεί που σ’ αγαπούν, γιατί εσύ, που ξέρεις να αγαπάς, μπορείς να μάθεις να αγαπήσεις, δεν μπορείς, όμως, να κάνεις κάποιον να σε αγαπήσει. Όσο κι αν μείνεις, όσο κι αν δώσεις, όσο κι αν αγαπήσεις, το κενό μέσα σου δε θα καλυφθεί, αυτό θα μεγαλώνει με τη θλίψη και την απογοήτευσή σου. Το κενό θα στο γεμίσουν εκείνοι που σ’ αγαπούν. Που είναι οι ίδιοι που σκούπιζαν δάκρυα και γέμιζαν ποτήρια με αλκοόλ κάθε φορά που σε άδειαζαν αυτοί που εσύ επέμενες ν’ αγαπάς.