Να μ’αγαπάς, όσο μπορείς να μ’αγαπάς…
Της Στεύης Τσούτση.
Αγαπημένε μου,Ίσως να ξαφνιάζεσαι με τούτες τις αράδες. Άλλαξε βλέπεις η εποχή μας, έπαψαν οι άνθρωποι να γράφουν γράμματα. Έπαψαν να πιστεύουν στη μαγεία της γραφής, στη δύναμη που κρύβουν μέσα τους λέξεις βαλμένες στη σειρά. Έγιναν άραγε πεζοί; Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως είναι πολλές οι φορές που σε κοιτώ στα μάτια κι είναι τόσα που θέλω να σου πω, αλλά δεν μπορώ. Παλιάς κοπής θα με πεις μα θέλω να σου γράψω.
Θέλω αυτά που θα σου πω να μείνουν στο χρόνο, να ταξιδέψουν μαζί μας, να κρατήσουν λίγη από τη μαγεία μας. Τα λόγια θα πετάξουν, θα τα ξεχάσουμε. Τις λέξεις τις αραδιασμένες στη σειρά της καρδιάς μου, όμως, δε θα τις χάσουμε ποτέ. Κι ας κιτρινίσει το χαρτί, ας ξεθωριάσουν τα γράμματα. Οι λέξεις θα χαραχτούν στο δέρμα και θα γίνουν η ιστορία μας. Κι ακόμη αν η μοίρα το φέρει και κάποτε ζήσουμε χωριστά, τούτο το χαρτί, το χιλιοδιπλωμένο και κρυμμένο σε ένα συρτάρι θα σου θυμίζει εμένα κι όσα ζήσαμε, όσα νιώσαμε. Αλλά όχι, αυτό δε θέλω να το σκέφτομαι. Δεν το μπορώ… Σου γράφω απόψε από ανάγκη. Κι είναι τούτο το γράμμα η αλήθεια της καρδιάς μου. Όπως κι εσύ είσαι άλλωστε η αλήθεια της καρδιάς μου. Πολύτιμος και μοναδικός. Ο ένας. Έτσι σε νιώθω. Και ξέρω πως ποτέ άλλοτε τούτη η σκέψη δε χωνιάστηκε τόσο βαθιά μέσα μου.Λιτά κι απόλυτα, έτσι σ’αγαπώ. Αγγίζω από σένα, ποτίζω από σένα κι είναι η ευτυχία μου κοντά σου που δεν παρομοιάζεται με τίποτα από ό,τι έχω ζήσει ως τώρα. Γιατί σ’αγαπώ και σ’αγαπώ. Κι αν περάσουν τα χρόνια κι αν αλλάξω, αν σκέφτομαι αλλιώς, αν ζω αλλιώς, πάλι θα σ’αγαπώ. Γιατί εσύ μου δίδαξες την έννοια της λέξης.
Εσύ μου συλλάβισες τρυφερά στο αυτί κάθε της γράμμα και το έκανες να αποκτήσει έννοια και σκοπό. Σ’αγαπώ λέω και νιώθω σαν τη Λαμπέτη την ώρα που μελωμένη από έpωτα εξομολογείται την αλήθεια της στον Χορν. Μόνο που η δική μας η λίρα δε θα είναι κάλπικη. Και δε θα χωρίσουμε. Όχι, όχι, δεν μπορεί να χωρίσουμε εμείς. Ή πάλι και μπορεί. Με εκείνα τα παιχνίδια της μοίρας που αδυνατεί ο ανθρώπινος νους να συλλάβει.Μα σ’αγαπώ και θα σ΄αγαπώ. Κι είναι το γέλιο σου που φτιάχνει μουσική. Είναι τα μάτια σου που με κοιτούν όπως κανείς δεν τόλμησε ποτέ να με κοιτάξει. Και λάμπουν τα μάτια σου. Ίσως επειδή ανταποκρίνονται στη λάμψη των δικών μου καθώς σε κοιτώ. Με στίχους θα ήθελα να σου μιλώ αλλά ίσως δεν πρέπει. Γιατί ειπώθηκαν και για άλλους, δε θα είναι μόνο δικοί σου. Σκέφτομαι πως μπορώ κι εγώ να γράψω στίχους που να φέρουν πάνω το όνομά σου. Να λένε πως σε έβαλα σφραγίδα στην καρδιά μου, σφραγίδα στο σώμα μου το όνομά σου. Και σε χαίρομαι. Και σε καμαρώνω. Και σε νοιάζομαι. Αυτά κι άλλα τόσα θα μπορούσα να λέω για σένα, μέρες και νύχτες ασταμάτητες.
Τόσα πολλά που το γράμμα μου θα γινόταν βιβλίο. Το βιβλίο του έpωτα που περίμενα μια ζωή κι αξιώθηκα να ζήσω. Γιατί σε αξιώθηκα αγάπη μου να σε κρατώ, να σε μυρίζω, να σε γεύομαι.Αξιώθηκα να σε έχω και να σ’αγαπώ. Και περά από αυτό, το μεγαλύτερο δώρο που μου δόθηκε ποτέ, δε θα με διαβάσεις να ζητώ τίποτα άλλο. Δε θα τολμήσω να ζητήσω τίποτα άλλο φοβούμενη μη διαπράξω ύβρη. Θα ελπίσω μόνο ότι κι εσύ θα μ’αγαπάς. Όσο μπορείς θα μ’αγαπάς. Και θα ελπίσω και σε χρόνο. Θα ελπίσω όλος μου ο χρόνος που απομένει εδώ πάνω να είναι γεμάτος από σένα και κάθε τι δικό σου… Μόνο αυτό…
Υ.Γ Σ’αγαπώ…
Δική σου για το πάντα μας,