Μην επιτρέπεις σε κανέναν να σε θυμάται όποτε τον βολεύει
Πάντα με ενοχλούσαν οι περαστικοί, τόσο που σταδιακά άρχισα να αναπτύσσω μια αλλεργία απέναντί τους. Όχι αυτοί στο δρόμο, στο λεωφορείο ή το καφέ, αυτοί είναι αδιάφοροι και κάποιες φορές χρήσιμοι για να ρωτήσεις κατά πού πέφτει καμιά οδός ή να ζητήσεις καρέκλα και φωτιά αν ξεμείνεις από αναπτήρα.
Μα ως εκεί, οι περαστικοί χωρούσαν στη ζωή μου μόνο ως άγνωστοι, εκείνες οι φιγούρες-σκιές που ξεχνάς πως συνάντησες κι αδιαφορείς αν θα πετύχεις ποτέ ξανά στο διάβα σου. Δεν είχαν πρόσωπο ούτε κι όνομα. Ήταν απλά εκείνοι οι «Συγγνώμη, να σας ρωτήσω κάτι;».
Η αλλεργία μου αφορά εκείνους τους άλλους, τους περαστικούς που έχουν πρόσωπο κι όνομα, που έχουν κομμάτια τους στις σκέψεις και τις αναμνήσεις σου, που δεν ξέρεις γιατί ήρθαν ούτε πόσο θα κάτσουν και βλακωδώς έκανες όνειρα αντί για έναν καφέ κι έξω απ’ την πόρτα.
Σε εκείνους δε ζήτησες συγγνώμη κι αν και σου χρωστάνε μία, δεν τους ρώτησες ποτέ πώς το κάνουν αυτό το μαγικό, να εμφανίζονται όποτε τους βολεύει κι ύστερα πάλι να γίνονται καπνός. Μα όσο καπνό κι αν εισέπνευσες εσύ, δε βρήκες απαντήσεις ούτε κι εκείνους όσο κι αν τους αναζήτησες.
Θα εμφανιζόντουσαν πάλι όταν οι ίδιοι το αποφάσιζαν, όταν κάτι θα ήθελαν να ζητήσουν -ή μάλλον απλώς να το πάρουν, αυθαίρετα κι αβίαστα αφού στην πραγματικότητα ποτέ δεν έδειξες να προβάλεις και μεγάλες αντιστάσεις.
Είναι αστείο το πόσο συχνά κάνουμε λόγο, μούτρα και παράπονα γι’ αυτούς που μόνο παίρνουν χωρίς να δίνουν, δίχως να νοιάζονται, εκείνους τους μονίμως απόντες με κάποιες σκόρπιες παρουσίες ίσα για να καλύψουν τα κενά τους και να χορτάσουν το συμφέρον τους με ό,τι κι αν λαχταρούσε αυτό.
Μα ποιον κοροϊδεύουμε; Δεν κλέψανε τίποτα, δεν πήραν με το ζόρι το ενδιαφέρον σου ούτε σε ανάγκασαν να δώσεις χώρο, χρόνο και συναίσθημα. Τα ΄χες –κι είσαι τυχερός που μπορείς κι αισθάνεσαι ακόμα στην πιο άνιωθη εποχή- κι ήθελες να τα χαρίσεις κάπου. Ήξερες πως μόνο όταν μοιράζονται, αξίζουν κι όσο κι αν προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως σε ξεγέλασαν, ποτέ δεν ήσουν βλάκας, απλώς επιμένεις να πιστεύεις σε ρομάντζα κι έpωτες.
Και κανείς δε σου είπες να αλλάξεις εσύ γιατί οι γύρω σου ξαφνικά γίνανε σκάρτοι, στα σίγουρα δεν αποτελεί τη συνταγή της ευτυχίας σου το να σταματήσεις να δίνεις, το να πάψεις να αγαπάς ή το να φοβάσαι να παραδεχτείς τα όσα νιώθεις. Πήξαμε από δειλούς εγωιστές που κοιτάνε μόνο την παρτούλα τους, μπαίνουν με βρόμικα χέρια σε καθαρές ψυχές κι αφού τις ανακατέψουν, παίρνουν ό,τι καλύτερο βρουν και την κάνουν με ελαφρά.
Μη γίνεις σαν τους άλλους, μην αρχίσεις να πληγώνεις στο όνομα των τραυμάτων που σου ανοίξανε οι προηγούμενοι μα μάθε επιτέλους να φιλτράρεις. Να φιλτράρεις ανθρώπους, προθέσεις κι αισθήματα. Να ξεχωρίζεις τα ειλικρινή απ’ τα γιαλαντζί, να κλείνεις τα αυτιά στα μεγάλα λόγια που δε σκοπεύουν ποτέ να γίνουν πράξεις.
Να είσαι εκεί για τους λίγους, τους ελάχιστους εκείνους που σε νοιάζονται και δε σε αφήνουν να αμφιβάλλεις γι΄ αυτό, που δε σου λένε απλώς καλημέρα, αλλά φροντίζουν να στη φτιάξουν, που θέλουν να σε βλέπουν να χαμογελάς κι είναι συχνά οι ίδιοι η αιτία για τα πιο φωτεινά σου χαμόγελα και τα πιο ηχηρά χαχανητά σου.
Να μάθεις κι εσύ να κλείνεις πόρτες και τηλέφωνα και να ρίχνεις μαύρες πέτρες πίσω σου αν χρειάζεσαι προσπάθεια για να θυμηθείς πότε ήταν η τελευταία φορά που σε έκαναν να νιώσεις ξεχωριστός. Αξίζεις να είσαι προτεραιότητα κι αν δεν αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου έτσι, μην περιμένεις να το κάνουν οι άλλοι.
Ή πάντα ή ποτέ, ή όλα ή τίποτα, μόνιμες παρουσίες ή κάθετες απουσίες. Απόλυτα αισθήματα και καθαρές απαντήσεις. Αυτά αξίζεις, αυτά προσφέρεις, μονάχα αυτά να δέχεσαι. Οτιδήποτε λιγότερο είναι σκέτη ήττα. Μην ξεχνάς πως κανένα σχεδόν δεν έχτισε τίποτα ολόκληρο και κανένας περαστικός δεν έγινε συνοδοιπόρος.
Κι η αλήθεια είναι πως όλοι κρύβουμε έναν μπάσταρδο μέσα μας κι ίσως εκείνοι να μην είναι τόσο τραγικά καθάρματα ή ίσως κι εσύ να είσαι κάπως εγωιστής. Έχει, όμως, μεγάλη διαφορά ο εγωιστής που απλώς απομακρύνεται για να προστατεύσει τον εαυτό του απ’ αυτόν που θυσιάζει το χρόνο, την πρόθεση και το συναίσθημα του άλλου για τη δική του καλοπέραση.
Να αγαπάς, να χαμογελάς και πού και πού να ρίχνεις καμιά κλοτσιά σε εκείνους τους θρασείς, ενοχλητικούς περαστικούς που δεν ήρθαν για να μείνουν, αλλά για να πάρουν. Επιτέλους, δε θα γεμίσεις κανέναν άδειο, σταμάτα το πριν καταφέρουν να σε αδειάσουν!