Μεγάλωσα εαυτέ μου μα δεν το βάζω κάτω.
Της Στεύης Τσούτση.
Τελειώνει ο Ιούνης. Μη με ρωτήσεις πότε πρόλαβε κι έφτασε στο τέλος. Δεν κατάλαβα. Άλλοτε τέτοιες μέρες μετρούσα μπάνια. Τώρα μετρώ αποδείξεις για την εφορία. Μεγάλωσα. Μου το λέει και ο καθρέφτης, αλλά κυρίως το λέω και μόνη μου. Το νιώθω. Φέτος το νιώθω πιο έντονα από ποτέ. Θες επειδή τούτο το δίσεκτο ο Δίας του έδωσε και κατάλαβε; Θες επειδή ένας χρόνος στην πλάτη είναι πάντα ένας χρόνος παραπάνω; Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως βλέπω παιδιά με σαγιονάρες και ψάθες να περιμένουν στη στάση ηλιοκαμμένα και μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Όχι γιατί πάνε για μπάνιο με τέτοια ζέστη. Αλλά γιατί εγώ δεν μπορώ να πάω σπίτι ακόμη και να πεθάνω στο κρεβάτι μου με ανοιχτό το κλιματιστικό σε πολικές θερμοκρασίες.Γερνάω έτσι; Πείτε το, μη ντρέπεστε.
Μη φοβάστε, δε θα δαγκώσω. Κυρίως γιατί κι εγώ το νιώθω. Μειώνονται οι αντοχές. Ίσως βέβαια να φταίει κι αυτή η ρημάδα η ζέστη που σε κάνει να μην αντέχεις το πετσί σου. Δε θέλω να φάω. Θέλω μόνο να πίνω συνέχεια παγωμένα νερά και λεμονάδες. Και μια κούνια θέλω. Κάτω από ένα σκιερό δέντρο, μια κούνια με σκοινί, έτσι όπως μου την έφτιαχνε ο παππούς στο χωριό. Να καθίσω πάνω της και να αρχίσω να ανεβαίνω. Να απλώνω τα πόδια και να μου δίνω ώθηση. Να ανεμίζουν τα μαλλιά και το μυαλό να μη σκέφτεται τίποτα παραπάνω από το πως θα ακουμπήσει το πόδι το πιο ψηλό κλαδί. Κουράστηκα να σκέφτομαι. Κουράστηκα να τρέχω. Κουράστηκα να απογοητεύομαι. Ένα καλοκαίρι παιδικό θέλω. Με τρεις μήνες ανάπαυλα από σχολεία και υποχρεώσεις, με ποδηλατάδες και ατέλειωτες βουτιές.
Ένα καλοκαίρι θέλω δίχως χρέη, άγχη και προβλήματα. Γίνεται; “Δε γίνεται”, μου απαντά μια φωνούλα. Κι είναι η φωνή που μισώ, εκείνη που δε λέει ψέματα ποτέ, εκείνη που δεν το βουλώνει ποτέ κι ας κάνω ότι μπορώ να για σωπάσει.“Μεγάλωσες” με κοροιδεύει κι εγώ σκύβω το κεφάλι. Γιατί έχει δίκιο που να πάρει. Μεγάλωσα. Κι όμως δεν έχω τίποτα τακτοποιημένο από όσα θα ήθελα παιδί. Όλα στον αέρα, όλα στο κενό. Γαμημένες εποχές θα μου πεις.
Βουλιάζουν όνειρα και ζωές. Αλλά τι να το κάνεις, σε αυτές μας κλήρωσε να ζούμε. Γι’αυτό φέρτε μου μια κούνια. Κι εγώ θα στριμωχτώ, θα ζαλιστώ αλλά θα την ανεβάσω και πάλι ψηλά. Γιατί έτσι πρέπει κι ας μου λένε το αντίθετο. Θα την ανεβάσω ψηλά μπας κι έτσι ανέβει και η ψυχολογία μου που δεν την παλεύει καθόλου. Μια κούνια, λοιπόν και για όλα τα άλλα βλέπουμε.Για όλα τα άλλα ελπίζουμε…