Μάνα που δεν εργάζεσαι, είσαι ηρωίδα!
Ξάφνου, μια εικόνα περνάει φευγαλέα από το μυαλό μου. Σαν φτερούγισμα πεταλούδας, σαν ξαφνική αχτίδα φωτός, κάτι σαν βραχυκύκλωμα, σαν αντανακλαστικό.
Με βλέπω. Δεκαπέντε μέρες πριν. Να κλείνω πίσω μου περιχαρής την πόρτα του γραφείου κρατώντας στο χέρι το πολυπόθητο χαρτί αδείας, σαν αερόστατο που με σηκώνει απαλά στον ουρανό. Τέτοια χαρά, τόση ελευθερία. Με ακούω. Να διαλαλώ σαν τελάλης υπαίθριας αγοράς σε φίλες και γνωστές ότι «για δεκαπέντε ολόκληρες μέρες γραφείο γιοκ!
Θα κάτσω σπίτι με τα παιδάκια μου και τον αντρούλη μου και τίποτε άλλο δεν θα με νοιάζει. Θα είμαι αυτό που θέλω περισσότερο στη ζωή μου! Νοικοκυρά και μαμά!» Τέτοιο κέφι, τόση ευτυχία. Με θυμάμαι. Να ονειρεύομαι σκηνές οικογενειακής γαλήνης και ξάφνου να παραδέρνω μόνη κι αβοήθητη σε μια θεοσκότεινη θάλασσα. Όταν έχεις επίγνωση ότι βλέπεις όνειρο, ξυπνάς! Καμιά φορά ξυπνάς και βρίσκεσαι μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο. Όταν όμως ξυπνάς και δεν έχει αλλάξει τίποτα, τότε αυτό λέγεται πραγματικότητα…
Πεταρίζω τα βλέφαρά μου νευρικά. Βλέπω τον άντρα μου να με καλοδέχεται σπίτι με την ατάκα-σταθμός στο τρενάκι του τρόμου που μόλις έχω επιβιβαστεί: «Καλώς την αδειούχα! Τώρα που θα κάθεσαι φτιάξε και κανένα φαγητό της προκοπής. Έναν μουσακά, λίγα ντολμαδάκια. Τόσο χρόνο θα έχεις…» Τρίβω τα ματόκλαδά μου δυνατά. Παρακολουθώ τον γιο μου και την κόρη μου να κάνουν τραμπολίνο σε κρεβάτια και καναπέδες με παπούτσια λασπωμένα, ύστερα να ξεστρώνουν τα φρεσκοπλυμένα μου σεντόνια για να παίξουν «φαντάσματα» και πιο μετά να πετάνε σε ένα μπολ ρίγανες, ψωμί, αυγά, γάλα, νερό και… σαπούνι για να φτιάξουν κεφτεδάκια! Κλείνω τα αυτιά μου οριστικά. Δεν μπορώ να ακούω άλλο τις εκφράσεις «Γυναίκα, τι θα φάμε;», «Μαμά, πού θα πάμε;» Δεν θα φάμε! Δεν θα πάμε! Ανασηκώνω το κεφάλι μου δειλά. Το αισθάνομαι να πέφτει βαρύ πάνω σε αμέτρητα συγγράμματα και δεκάδες φυλλάδια της πρώτης και της δευτέρας δημοτικού. «Καλά, μαμά, δεν ξέρεις τον κανόνα με τα διαλυτικά και κάνεις και την έξυπνη;», «Η κυρία μού είπε ότι κάνω πολύ ωραία γράμματα. Αν μου τα ξανασβήσεις θα της το πω!» «Και γιατί το ‘‘Έλληνας’’ γράφεται με δύο λάμδα; Αν δεν μου το εξηγήσεις δεν θα το μάθω ποτέ! Σ’ το λέω να το ξέρεις!»
Μέρα με τη μέρα νιώθω το κορμί μου να συσπάται και έναν πόνο να κατακλύζει το κρανίο μου. Αναπνέω αργά, ήρεμα. Εισπνοή, εκπνοή, μέσα, έξω. Κάποια στιγμή οι ασκήσεις αναπνοής δεν πιάνουν τόπο. Η υπομονή μου έχει κοπεί. Δεν είμαι πια εγώ. Είμαι μια άλλη. Ένα μεταλλαγμένο ον που τσιτώνει κάθε φορά που ξετσιτώνει το ριχτάρι του καναπέ, μία παρανοϊκή σύζυγος που στο ερώτημα «μωράκι μου, τι θα φάμε;» απαντά «τα πόδια μας», μία υστερική μαμά που ξεστομίζει χαιρέκακα τη φράση «αν δεν τελειώσεις τα μαθήματά σου δεν θα πας το Σάββατο στο πάρτι», μία νευρωτική νοικοκυρά που δεν ανέχεται σκόνη στα γραφεία, ψίχουλα στο πάτωμα, λάσπη στα παπούτσια, λεκέδες στα ρούχα και άπλυτα στον νεροχύτη. Δεν έχω πλέον χρόνο για αγκαλίτσες, ούτε για παραμύθια, ούτε για βόλτες, ούτε για παιχνίδια. Είμαι μονίμως αγχωμένη, μονίμως θυμωμένη, μονίμως κουρασμένη. Είμαι αλήθεια κουρασμένη. Μια ισχνή φιγούρα, μία υποψία γυναίκας που από τις επτά το πρωί έως τις εννέα το βράδυ τρέχει από το σχολείο στη λαϊκή, από τη λαϊκή στον χασάπη, από τον χασάπη στον φούρνο, από τον φούρνο στην κουζίνα, από την κουζίνα στην ηλεκτρική σκούπα, από την ηλεκτρική σκούπα στο πλυντήριο, από το πλυντήριο στο σίδερο, από το σίδερο στο σχολείο κι από κει στον νεροχύτη, στο διάβασμα, στο λούσιμο, στο πλύσιμο, στην καληνύχτα, στο φτου κι απ’ την αρχή!
Τα παιδιά με μυρίζονται. Ο άντρας μου με υπομένει: «Μαμά, δεν πας ξανά πίσω στη δουλειά να ησυχάσουμε όλοι μας;» «Ρομινάκι, δεν παίρνεις τη γυναίκα να σε βοηθήσει σε καμιά δουλειά γιατί μας τα έχεις πρήξει; Αλήθεια, πότε τελειώνει η άδειά σου, γιατί δεν μας βλέπω καλά. Τράβα, κουκλίτσα μου, επιτέλους στη δουλειά!» Μαχαιριές. Που πονάνε πολύ επειδή λένε την αλήθεια. Που φτάνουν μέχρι το κόκαλο κομματιάζοντας τις μέχρι πρότινος ρητορείες μου που ήθελαν «τυχερές όσες μαμάδες δεν δουλεύουν». Που ξεψαχνίζουν αλήθειες πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων τις τζάμπα μάγκισσες, όπως του λόγου μου.
Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το να είσαι στο σπίτι με σύζυγο και παιδιά. Αυτό δεν είναι δουλειά. Είναι άθλος. Θέλει εκπαίδευση, υπομονή, επιμονή και πάνω απ’ όλα άπλετα αποθέματα ανιδιοτελούς αγάπης. Θέλει χαμόγελο στα χείλη ακόμη και τις στιγμές εκείνες που η γλώσσα σου μαλλιάζει από συμβουλές και παραινέσεις, θέλει κλείσιμο στο μάτι ακόμη και τις ώρες που εκείνο τείνει να σου πεταχτεί έξω από την κούραση, θέλει μέλι στη φωνή και φρένο στα νευράκια. Διαφορετικά, τράβα, κουκλίτσα μου, επιτέλους, στη δουλειά!