Κάποιες φορές στον έpωτα το τίποτα είναι καλύτερο από τα πάντα.
Της Στεύης Τσούτση.
Καλοκαιρινούς έpωτες τους λένε και κουβαλούν πάνω τους μνήμες από αλμύρα, αγιόκλημα και δροσερά ποτά. Τους έντυσαν οι πιο φωτεινές ακτίνες του ήλιου και τους έγδυσαν ζεστά νυχτερινά κύματα. Αυτοί οι έpωτες δεν προβληματίστηκαν ποτέ για το χειμώνα που ακολουθούσε. Όμοια με τζίτζικες τραγουδούσαν στα δέντρα για τη στιγμή, για εκείνο το μοναδικό τώρα που δε συναγωνιζόταν κανένα αύριο.
Μέτρησαν γαληνεμένα κύματα, δροσίστηκαν από μελτέμια κι άπλωσαν τις βάσεις τους στην άμμο. Εκεί το έχτισαν το κάστρο τους. Δίπλα στο νερό για να γεμίζουν οι τάφρη του και να το προστατεύουν. Έτσι νόμιζαν. Οι καλοκαιρινοί έpωτες ζουν από τις δυνατές αγκαλιές και τα μεγάλα λόγια. Τρέφονται με υποσχέσεις. Αλλά δε χορταίνουν με αυτές. Και κάπου εκεί, μετά τη μεγάλη Πανσέληνο του Αυγούστου, αρχίζει η φθορά. Βλέπεις κανείς έpωτας που σέβεται τον καλοκαιρινό, ανάλαφρο εαυτό του δε χάνει την Πανσέληνο. Είναι η μαγεία του φεγγαριού ακαταμάχητη, πως να το απαρνηθείς και να ξεφτίσεις; Γίνεται; Δε γίνεται. Κάπου εκεί λοιπόν, στη χάση του φεγγαριού, όλα αρχίζουν να μπαίνουν στην κανονική τους διάσταση. Άνθρωποι απομυθοποιούνται, υποσχέσεις αθετούνται, κάστρα γκρεμίζονται. Φταίνε οι αέρηδες που σήκωσαν τα κύματα. Φταίνε τα κύματα που πέρασαν τις τάφρους και σκόρπισαν την άμμο, αφάνισαν τα κάστρα. Και οι εpωτευμένοι παύουν σε δυο στιγμές να είναι και τόσο εpωτευμένοι. Κι αφήνονται σε αυτό που σύντομα θα είναι τετελεσμένο γεγονός. Αφήνονται στη φθορά και το αντίο. Έρχονται και φεύγουν οι καλοκαιρινοί έpωτες στις πρώτες δροσιές στα τέλη του καλοκαιριού.
Έρχονται και φεύγουν αφήνοντας πίσω τους μνήμες μελωμένες. Λίγη αλμύρα στα χείλη, άμμος να τρίζει στις σελίδες ενός βιβλίου, ένα λουλούδι χωμένο επίσης κάπου ανάμεσα, ένα τραγούδι να θυμίζει αυτό που τόσο ξαφνικά ήρθε και τόσο ξαφνικά έφυγε. Και λύπη; Όχι, καμία λύπη. Σε αυτούς τους έpωτες που γεννήθηκαν καταδικασμένοι να μην έχουν στέρεες βάσεις δεν πρέπει καμία στενοχώρια. Γιατί είναι ειλικρινείς και δε σε παραμυθιάζουν. Σου ζητούν μόνο να τους ζήσεις γι’αυτό που είναι, γι’αυτό που σου προσφέρουν τώρα. Μόνο τώρα γιατί για το αύριο δεν έχουν τίποτα να εγγυηθούν. Με γεια του με χαρά του αυτού που ήρθε κι έφυγε. Με γεια του με χαρά του που κράτησε για όσο κράτησε κι όχι λεπτό παραπάνω. Απλά δε στάθηκε. Για καλό, για κακό, κανείς δεν ξέρει κι ούτε ποτέ θα μάθει.Άλλωστε είναι φορές που στον έpωτα, το τίποτα αποδεικνύεται καλύτερο από τα πάντα…