Φύγε μακριά από σχέσεις που σε πατάνε κι ας το μετανιώσεις.
Αν υπάρχει μια μόνο λέξη που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο, τότε αυτή η λέξη είναι συμβιβασμός.
Συνώνυμη του συμβιβασμού είναι η υποχώρηση. Τώρα εδώ, πολλοί διαφωνούν κι ακριβώς εκεί αρχίζει το πρόβλημα.
Το πρόβλημα, λοιπόν, προκύπτει κατά την αδυναμία μας να διακρίνουμε τη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον συμβιβασμό και την υποχώρηση. Συχνά, αυτή εξαφανίζεται ενώ άλλες φορές αγνοούμε πλήρως την ύπαρξή της.
Όπου συμβιβασμός, σ’ αυτήν την περίσταση, βλέπε συγγνώμες. Οι όποιες, τώρα που το φέρνει η κουβέντα, έχουν περάσει στη μαζική παραγωγή. Να κι άλλο πρόβλημα. Συχνά, επίσης, μπερδεύουμε τη σημασία, αλλά και τη χρήση των τριών αυτών συνολικά όρων.
Πως, για παράδειγμα, το συγγνώμη δεν είναι καραμέλα κι ούτε φυσικά απαραίτητα συμβιβασμός ή υποχώρηση. Περίτρανη απόδειξη, πως αυτό το πρόβλημα το τρέφεις κι υπάρχει είναι όλες εκείνες οι φορές που είπαμε συγγνώμη σε στιγμές που έπρεπε να πούμε αντίο.
Μην παρεξηγηθείς και να μην παρεξηγήσεις. Συμβιβάσου, λες, κι ίσως να ‘σαι εσύ το λάθος. Άστο γιατί πρόβλημα είναι και πρέπει να τ’ αφήσεις να περάσει. Μόνο αν τ’ αφήσεις, θα περάσει.
Αυτά, όμως, σου τα λέει εκείνη η αναθεματισμένη, δεμένη πλευρά σου. Η εξαρτητική κι εξαρτημένη. Η «Μη μ’ αφήσεις» κι η «Μείνε». Κυρίως αυτή. Ένα τεράστιο, ψυχαναγκαστικό «Μείνε», τόσο ασφυκτικό που κοντεύει να σε πνίξει.
Εσύ δεν ήσουν έτσι. Εσύ λίγο ήθελες κι άρπαζες φωτιές. Είχες μέτρο. Τους ζύγιζες καλά τους ανθρώπους. Ε όχι να ζητήσεις και συγγνώμη. Όχι όταν θα ‘πρεπε να ντραπούν, να σου ζητήσουν εκείνοι πρώτοι. Όχι και να μείνεις. Να τους δεις να χαίρονται, έτσι που σε κατάφεραν.
Εσύ θα έφευγες. Κι ειλικρινά, θα ‘ταν το λιγότερο που θα μπορούσες να κάνεις. Χωρίς μελοδράματα και τις λοιπές παρεξηγήσεις. Εσύ, όπως σε ήξερες, απλά θα έφευγες. Τώρα, βέβαια, το ‘χεις ρίξει στις μετάνοιες και τις συγγνώμες.
Συγγνώμη, γιατί; Επειδή το τρέμεις σαν τον διάολο να μείνεις μόνος; Επειδή σε φόβισαν πως τώρα σε δέσανε κι άρα πρέπει να μείνεις; Ή πως πρέπει, επειδή κατ’ επιλογήν σου δέθηκες, να τους αφήσεις ανελέητα να σε ποδοπατήσουν; Ανελέητα, θα έπρεπε μόνο να μπορείς να διαγράφεις.
Όμως εσύ δεν είσαι απ’ αυτούς. Ίσως κάπου-κάπου να γίνεσαι ψυχρός, αλλά όχι δα κι ανελέητος. Και γι’ αυτό το πρώτο, δηλαδή, δε φταις εσύ. Οι άλλοι φταίνε. Κι αυτό, το υποστηρίζεις με την πλήρη συνείδηση πως θυματοποιείς τον εαυτό σου και μοιάζεις με εξαγριωμένο έφηβο που το ‘χει ρίξει στην επανάσταση, επειδή τον έχει χτυπήσει άσχημα η εφηβεία.
Να συγχωρείς. Δε θα σε αλλάξουνε αυτοί. Αλλά τέτοια κοροϊδία, ρε αδερφάκι μου, είναι κρίμα απ’ τον Θεό. Πόσο θέλεις πια για να καταλάβεις; Να δεις πως πάνε πια τα περιθώρια. Τελείωσαν. Όλα τέλειωσαν. Και τα συγχωροχάρτια και τα λόγια τους. Κι όσο για εκείνα, τα πρώτα, να ξέρεις πως κι αν δίνεις δεύτερες ευκαιρίες, κάπου στο βάθος σου τη ζητάς την αδικία.
Καμιά συγγνώμη και καμιά απολογία. Δε θα δικαιολογηθείς που θες να φύγεις, ούτε που δεν μπόρεσαν να σε κρατήσουν. Κι αν δεν ήσουν δεμένος, να ξέρεις, δε θα το πέρναγες αυτό. Μόνο σε κάτι τέτοια σαχλά, συναισθηματικά συμπλέγματα θολώνει η πλάση όλη.
Ίσως, βέβαια, αυτό να μην αλλάξει και ποτέ. Ίσως να κάνουμε πάντα πίσω για συγκεκριμένους ανθρώπους κι ίσως τελικά, εκεί πίσω να μας αξίζει να μείνουμε. Δηλαδή, αν δεν το θελήσεις να κουνηθείς εσύ από μόνος σου, ποιος θα σε κουνήσει;
Ίσως καμιά θεωρία να μην μπορεί να μας αλλάξει κι ίσως να είμαστε καταδικασμένοι να εφαρμόζουμε εκείνες τις ίδιες, παλιές και κακογραμμένες. Τώρα, αν με ρωτάς, ετούτα τα μοιραία ποτέ δεν τα συμπάθησα.
Και στην τελική, αφού το ξέρεις, πως στο τέλος θα κοιτάξεις πίσω σου και θα σκυλομετανιώσεις για εκείνη τη ριμάδα ώρα και στιγμή που δεν τα έκανες όλα παρανάλωμα, γιατί διστάζεις; Ότι θα σε κρίνουν; Αυτό νομίζεις; Που θα το κάνουν, δηλαδή, αλλά εσένα τι σε νοιάζει;
Γιατί, όπως και να το κάνουμε, μια απώλεια θα την έχουν. Ξαναβρίσκεται, νομίζεις, εύκολα τέτοιο κορόιδο; Που θα υποχωρεί, θα συμβιβάζεται, θα συγχωρεί και θα ξεχνάει; Δε βρίσκεται. Τώρα αν δε σε εξαγριώνει κι αυτό, τότε το κρίμα πέφτει στο λαιμό σου.
Κάτι τέτοια ακούν και σε πατάνε. Γι’ αυτό φύγε. Φύγε κι ας το μετανιώσεις. Ας το πληρώσεις στα ποτά, τα τσιγάρα και ξενύχτια. Λιγότερο θα σου βγει το κόστος. Αλλά κι αν δε θες να φύγεις, τουλάχιστον μάθε να διαπραγματεύεσαι. Γιατί, φίλε μου, είναι μεγάλη κι αχώνευτη ετούτη η αδικία.
Γράφει η Αναστασία Θεοφανίδου