Connect with us

Εpωτόκριτος. Ένα εκπληκτικό ποίημα με μεγάλη λογοτεχνική αξία που δημιουργήθηκε από τον Βιτσένζο Κορνάρο στη Κρήτη τον 17ο αιώνα.

Αυτό μπορεί κανείς να το καταλάβει αν διαβάσει τα λόγια του Αδαμάντιου Κοραή και του Γιώργου Σεφέρη γι`αυτό…

Ο Αδαμάντιος Κοραής ονόμασε τον ποιητή του Εpωτόκριτου “Όμηρο της δημώδους ποιήσεως”, ενώ από τη μελέτη του επηρεάστηκε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός.

Ο Γιώργος Σεφέρης στο γνωστό του δοκίμιο για τον Εpωτόκριτο σημειώνει τις αρετές αυτού του έργου: «έλλειψη ρητορείας, περιγραφή της λεπτομέρειας, κυριαρχία στη γλώσσα και τον ρυθμό της».

Ο Εpωτόκριτος είναι ποίημα «γοητευτικό». Ακόμα και οι επαναλήψεις συντελούν στη γοητεία που ασκεί. Το ποίημα έγινε δημοφιλές ανάγνωσμα των λαϊκών τάξεων και κέρδισε την προσοχή και το θαυμασμό των μελετητών.

Πρόκειτα για μια έμμετρη μυθιστορία που. Αποτελείται από 10.012 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στην Κρητική διάλεκτο. Οι τελευταίοι δώδεκα από αυτούς, μάλιστα,  αναφέρονται στον ίδιο τον ποιητή.

Ο έpωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Εpωτόκριτο και την Αρετούσα είναι κεντρικό θέμα του. Γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο.

Αυτό και  Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτση θεωρούνται τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας την περίοδο της Βενετοκρατίας.Το έργο του Κορνάρου πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει  ένα εξαιρετικά δημοφιλές κλασικό έργο. Σε αυτό συνετέλεσε η μελοποίησή του από τον Χριστόδουλο Χάλαρη και η ερμηνεία του από τον Νίκο Ξυλούρη.

Ποια είναι όμως η ιστορία του;

H υπόθεση  διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα. Ωστόσο,  ο κόσμος που απεικονίζει δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα. Μαζί με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και διάφορα στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως για παράδειγμα η κονταρομαχία. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης μαζί με τη σύζυγό του αποκτούν ύστερα από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Αυτή την όμορφη βασιλοπούλα εpωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Εpωτόκριτος.

Δεν μπορεί όμως να φανερώσει τον έpωτά του… Γι`αυτό το λόγο πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Η κοπέλα αρχίζει να εpωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή που της κάνει καντάδα. Ο Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα προκειμένου να τον συλλάβει. Ο Εpωτόκριτος τότε μαζί με τον αγαπημένο του φίλο σκοτώνει τους στρατιώτες του βασιλιά.

Συνειδητοποιώντας ότι ο έpωτάς του δεν θα οδηγηθεί πουθενά, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει την κοπέλα. Εκείνη την περίοδο, ο πατέρα του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Εpωτόκριτου μια ζωγραφιά με εκείνη και τους στίχους που της τραγουδούσε. Ο Εpωτόκριτος επιστρέφει κι ανακαλύπτει ότι η ζωγραφιά του δεν είναι εκεί  και ούτε οι στίχοι των τραγουδιών.

Μαθαίνει δε, ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί η ζωή του να είναι σε κίνδυνο. Παραμένει στο σπίτι του προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, θέλοντας να του δείξει ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.

Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του, όπου λαμβάνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλον τον γνωστό κόσμο. Νικητής είναι ο Εpωτόκριτος. Εκείνος με την Αρετούσα αρχίζουν να συναντιούνται κρυφά στο παράθυρό της.  Η κοπέλα παρακινεί τον Εpωτόκριτο να τη ζητήσει σε γάμο από τον πατέρα της. Ο βασιλιάς όμως, εξοργισμένος τον εξορίζει.

Διάφορα προξενιά φτάνουν για την Αρετούσα που εκείνη αρνείται. Αρραβωνιάζεται στα κρυφά τον Εpωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη. Ο  βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Τρία χρόνια αργότερα, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Εpωτόκριτος μεταμφιεσμένος. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά αλλά ο ίδιος τραυματίζεται.

Ο βασιλιάς για να τον ευχαριστήσει του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται  να δεχτεί να τον παντρευτεί  Ο Εpωτόκριτος τη δοκιμάζει με ερωτήσεις  για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται λύνοντας τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται να παντρευτεί το ζευγάρι, συμφιλιώνεται με τον Εpωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Εpωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.

Να σημειωνθεί ότι  αν και το όνομα του δημιουργού Βιτσέντζος Κορνάρος αναφέρεται ρητά, δεν είναι γνωστό ποιος Κορνάρος έχει γράψει το έργο αυτό, καθώς το όνομα ήταν πολύ κοινό εκείνη την εποχή.

Ο Κρητικός ποιητής, Βιντσέντζος Κορνάρος, θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, ο οποίος γεννήθηκε στις 26 ή στις 28 Μαρτίου του 1553.

Ακολουθεί απόσπασμα που έχει μελωποιηθεί…

Τ`άκουσες Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα; ο Κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα.

Τέσσερεις μέρες μοναχά μου ’δωκε ν’ ανιμένω, κι αποκείς να ξενιτευτώ, πολλά μακριά να πηαίνω.

Και πώς να σ’ αποχωριστώ και πώς να σου μακρύνω και πώς να ζήσω δίχως σου τον ξωρισμόν εκείνο;

Εσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Κερά μου, στα ξένα πως μ’ εθάψασι, κι εκεί ’ν’ τα κόκκαλά μου.

Κατέχω το κι ο Κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει, Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύγει.

Κι ουδέ μπορείς ν’ αντισταθείς στα θέλουν οι Γονείς σου νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσσει η όρεξή σου.

Μια χάρη Αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω:

Την ώρα π’ αρραβωνιαστείς, να βαριαναστενάξεις κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις.

Ν’ αναδακρυώσεις και να πεις: «Ρωτόκριτε καημένε, τα σου ’ταξα λησμόνησα, τα ’θελες πλιο δεν έναι».

Και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου, λόγιασε τα ’παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.

Και πιάσε και τη ζωγραφιά που ’ναι στ’ αρμάρι μέσα και τα τραγούδια που ’λεγα οπού πολύ σ’ αρέσα.

Και διάβαζέ τα, θώρειε τα κι αναθυμού κι εμένα, πως μ’ εξορίσανε για σε πολλά μακριά στα ξένα.

Κι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε και τα τραγούδια που ’βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε.

Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, κι ότι καιρόν που ζήσω, τάσσω σου άλλη να µη δω, µουδέ ν’ αναντρανίσω.

Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ’ είδα ποτέ µου, ένα κερί-ν αφτούµενον εκράτουν, κ’ ήσβησέ µου.

Kάλλιά’χω εσέ µε Θάνατον, παρ’ άλλη µε ζωή µου, για σένα εγεννήθηκε στον Kόσµον το κορµί µου.

Advertisement