Εκείνοι που ζουν μέσα από τις ζωές των άλλων…
Της Στεύης Τσούτση.
Πως είναι να μην έχει κάποιος ζωή; Πως είναι να ανασαίνει απλά, συμβατικά, μόνο και μόνο για να λέει ότι ζει; Λυπηρό, θα πεις. Και είναι… Μα όχι σπάνιο. Υπάρχουν άνθρωποι που η ζωή τους δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον. Όχι γιατί αλήθεια είναι αδιάφορη, αλλά γιατί εκείνοι αδιαφορούν για αυτή. Βλέπεις μεγαλύτερη έλξη τους ασκεί η ζωή των άλλων. Η ζωή που εκείνοι δεν έχουν κι όμως θα ήθελαν.
Η ζωή που δείχνουν να επικρίνουν αλλά που θα σκότωναν για μια και μοναδική στιγμή της. Ναι, υπάρχουν, δεν τους φαντάστηκες. Είναι ο συγγενής που ζηλεύει την οικογένειά σου. Είναι ο συνάδελφος που σκάει για τη θέση σου. Είναι ο “φίλος” που καλοβλέπει το σύντροφό σου. Είναι ο γείτονας που ξενυχτά μόνο μέσα από τις γιορτές σου, με το μάτι στο παράθυρο και το αυτί στον τοίχο. Είναι πολλοί, μην τους ψάχνεις. Σε ψάχνουν άλλωστε αυτοί. Σε ψαχουλεύουν για καλά, σε απομνημονεύουν, σε ξέρουν απ’ έξω κι ανακατωτά. Και σε περιμένουν.Πάντα στη γωνία και ποτέ αλλού. Σε περιμένουν στα σκοτεινά, να κάνεις λάθος.
Να αποτύχεις, να πληγωθείς, να πέσεις. Τη λατρεύουν την πτώση σου. Εκρήγνυται η αδρεναλίνη τους, χτυπά πιο γρήγορα η καρδιά τους. Γιατί, βλέπεις, μέσα στην παράνοια του μυαλού τους, πιστεύουν πως η δική σου πτώση, θα σημάνει αυτόματα και τη δική τους άνοδο. Αλλά δε γίνεται έτσι.Αυτοί που ζουν από τη ζωή των άλλων έχουν δανεικές στιγμές. Δανεικές επιτυχίες, δανεικούς έpωτες, δανεικούς φίλους. Κι εφήμερους. Ίσα με μια ανάσα προλαβαίνουν να χαρούν κι ύστερα πάλι βουτούν στη μιζέρια τους. Μια μιζέρια που αυτοί αντιλαμβάνονται σαν υπομονή. Και περιμένουν, πάντα περιμένουν. Κι όσο δεν έρχεται αυτό που θέλουν, τόσο κρίνουν.
Κι ας πονά η καρδιά τους να το ζούσαν κι αυτοί. Είναι άνθρωποι που ψοφούν για προσοχή. Μα δεν την έχουν. Όχι τόσο γιατί δεν την αξίζουν, όσο γιατί δεν τη διεκδίκησαν ποτέ. Δεν πάλεψαν να ανέβουν. Περίμεναν μόνο ή και μεθόδευσαν να κατέβεις εσύ. Περνιέται, όμως, ζωή έτσι;Όχι, φίλε, δεν περνιέται… Μήτε παλεύεται. Τους σκοτώνει η αναμονή. Τους πνίγει, τους τσακίζει. Η ζωή θέλει κυνήγι. Θέλει πείσμα, θέλει τσαγανό, πως το λένε; Θέλει να την πιάσεις από τα μαλλιά και να τη φέρεις δέκα σβούρες μέχρι να στρώσει. Να γίνει δική σου, να σου δοθεί.Αυτοί την αφήνουν ανέγγιχτη.
Περνά από μπροστά τους, σα φιλμάκι, με άλλους πρωταγωνιστές. Κι εκείνοι, οι αιώνιοι αναπληρωματικοί περιμένουν μια ευκαιρία που ίσως δεν έρθει και ποτέ. Αφήνουν τους άλλους να τρώνε τη ζωή με το κουτάλι κι εκείνοι απλά κοιτούν. Μένουν να ζουν μέσα από τις ζωές των άλλων…Φαινομενικά εν αναμονή του φαγητού, μα στην πραγματικότητα, ολότελα και παντοτινά λιμοκτονημένοι…