Εκείνοι που τους κλήρωσε να είναι πάντα οι δυνατοί.
Της Στεύης Τσούτση.
Κενό. Δίχως σκέψεις, δίχως αισθήματα. Απόλυτο κενό. Κι όμως, δε θα έπρεπε. Τόσοι άνθρωποι γύρω σου. Τόσες ψυχές που ολοένα μιλούν. Σου μιλούν. Κι όμως. Πολλή βαβούρα αλλά από δέσιμο τίποτα. Σα να έγιναν φτηνές οι σχέσεις των ανθρώπων. Δίχως βάσεις, δίχως ουσία. Μιλούν για τον εαυτό τους. Μιλούν ακατάπαυστα, δίχως να μετρούν τις ώρες, τις μέρες που μονοπωλούν την προσοχή. Μιλούν δίχως να τους νοιάζεις εσύ, ο απέναντι. Απλός ακροατής. Ο συμβουλάτορας στα δύσκολά τους. Σε εκείνα που αυτοί ονομάτισαν δύσκολα σύμφωνα με τα δικά τους μέτρα.
Τα δικά σου όμως δε ζήτησε κανείς να τα γνωρίσει.Σου κόλλησαν στο μέτωπο την επιγραφή του πάντα εκεί κι έτσι απόμεινες. Πάντα εκεί. Να ακούς, να αναγκάζεσαι να μπεις στα θέματά τους, να δώσεις λύσεις. Βάζοντας τα δικά σου στην άκρη. Γιατί την ώρα που θα έρθει η στιγμή σου, την ώρα που θα πρέπει εσύ να ανοίξεις την ψυχή σου και να βγάλεις όσα την απασχολούν, δεν υπάρχει κανείς εκεί. Κορεσμένοι από την κουβέντα για τον εαυτό τους, γύρισαν όλοι την πλάτη κι έφυγαν. Πολλοί ρώτησαν από ευγένεια αν είσαι καλά. Κανείς, όμως, δεν είχε την υπομονή, μήτε το ενδιαφέρον να καθίσει να ακούσει την απάντηση. Άκουσε ένα φανταστικό ναι και συνέχισε το παραμύθι του. Έμεινε εγκλωβισμένος στο δικό του μικρόκοσμο που μονοπωλεί το ενδιαφέρον του…Κι εσύ μονάχος. Παρέα με τόσους αλλά ουσιαστικά μονάχος. Την παλεύω, λες στον καθρέφτη. Κι έτσι έμαθες για χρόνια και χρόνια να κάνεις. Γιατί κάποτε σου έμαθαν πως το σημαντικό είναι να μάθεις να ακούς. Κι εσύ το πήρες τοις μετρητοίς και το εφάρμοσες. Εσύ και μια χούφτα σαν κι εσένα. Που δεν είχες όμως ποτέ την τύχη να τους γνωρίσεις. Πιθανόν να μην τους αφήνουν οι δικοί τους άνθρωποι χρόνο κενό με τις δικές τους ιστορίες. Όπως και οι δικοί σου με τις ιστορίες τους. Έμαθες να παλεύεις μοναχός τα θεριά σου. Μικρά ή μεγάλα, με δόντια ή όχι, είναι τα θερια σου. Και σε πιάνει το παράπονο που δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να αναρωτηθεί πως την παλεύεις. Αν την παλεύεις. Είναι ευτυχώς μόνο λίγες οι στιγμές της αδυναμίας σου.
Εσένα άλλωστε σου κλήρωσε να είσαι πάντα ο δυνατός. Νιώθεις, δε νιώθεις έτσι, οφείλεις να είσαι πάντα ο δυνατός. Κι αυτό κάνεις. Μόνο που μέσα στο κενό σου, το τόσο γεμάτο από ανθρώπους μα τόσο αληθινά κενό, δεν παύεις να ελπίζεις. Δε σταματάς να περιμένεις πως θα βρεθεί κάποια μέρα, κάποιος άνθρωπος που θα σε ρωτήσει τι κάνεις.Και που δε θα σε προσπεράσει αλλά θα περιμένει να ακούσει και την απάντηση…