Εκείνοι που χάθηκαν ξαφνικά από τις ζωές μας
Στην αρχή λέμε ένα «γειά», μπορεί και να φιληθούμε σταυρωτά ως φόρο τιμής στα περασμένα χρόνια εγγύτητας και μέσα σε 3 λεπτά το πολύ προσπαθούμε να χωρέσουμε όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν σε μερικές προτάσεις σαν τίτλους ειδήσεων. Και σκέφτεσαι πώς μπορείς να βάλεις λεζάντες στη ζωή σου και να ξεχωρίσεις τις καλύτερες στιγμές;
Μετά ένας από τους δύο αναπολεί το τότε και τις ξέγνοιαστες στιγμές. Δεν θέλω να μου θυμίσεις τις φάρσες που κάναμε στον τάδε, το πόσο σπασικλάκι ήταν η τάδε και αν παντρεύτηκε ή έμεινε στο ράφι. Μην με ρωτήσεις αν μιλάω με κανέναν από τότε ή αν ξέρω νέα τους. Αν ήθελα να ξέρω τα δικά τους ή τα δικά σου, πίστεψε με θα τα ήξερα.
Μετά δίνουμε υποσχέσεις, σαν ανώτερα κοινωνικά όντα που είμαστε, που όμως σπάνια κρατάμε.
«Τα λέμε», «μην χαθούμε», «θα μιλήσουμε», «πάρε με τηλέφωνο να πιούμε έναν καφέ».
Το savoir vivre των κοινωνικών συμπεριφορών μας επιβάλλει να λέμε αυτά τα κατά τα άλλα άκακα ψέματα στα πλαίσια των συναναστροφών και της κοινωνικοποίησης. Στις τυχαίες συναντήσεις μας με παλιούς συμμαθητές, συμφοιτητές, εραστές ή ακόμη και με απλούς γνωστούς. Κανείς μας δεν νομίζω να έχει πει «Οκ, σε πέτυχα τυχαία στον δρόμο, και; Άσε με τώρα να συνεχίσω αυτό που έκανα πριν πέσω πάνω σου.»
Αν θέλαμε να διατηρήσουμε επαφές θα το κάναμε. Θα προσπαθούσαμε. Θα βρίσκαμε τον τρόπο και δεν θα κρυβόμασταν πίσω από άβολες δικαιολογίες του τύπου «τρέχω μωρέ, δεν έχω χρόνο». Έχω μάθει πως όταν θέλεις να δεις κάποιον παρά το φορτωμένο πρόγραμμα δεν βρίσκεις απλά χρόνο, τον δημιουργείς.
Όλοι μας πάντως, αν το σκεφτούμε, έχουμε ανθρώπους που αφήσαμε πίσω μας. Κάποιους τους αναπολούμε με ένα γλυκό χαμόγελο και άλλους δεν τους θυμόμαστε καν. Με κάποιους έχουμε πιει πέντε κρασιά παραπάνω, γελάσαμε, είπαμε μαλακίες, μοιραστήκαμε τον πόνο μας και την χαρά μας.
Ερχόμαστε κοντά, δημιουργούμε δεσμούς, πορευόμαστε παρέα, μοιραζόμαστε στιγμές και ονειρευόμαστε.
Δεν ξέρω λοιπόν γιατί τους αφήνουμε πίσω μας και γιατί μας αφήνουν και αυτοί. Ίσως κάποιους να μην προσπαθήσαμε αρκετά να τους κρατήσουμε όταν έπρεπε. Ίσως επειδή απλά μεγαλώσαμε και εξελιχθήκαμε. Τα ενδιαφέροντα, οι στόχοι, οι ανάγκες και οι προτεραιότητες μας άλλαξαν. Εμείς αλλάξαμε. Δεν χρειάζεται να τσακωθείς για να απομακρυνθείς. Ούτε ξυπνάς ένα ωραίο πρωινό και ξεκόβεις. Απλώς σιγά-σιγά αραιώνεις. Καμιά φορά σκέφτεσαι τι να κάνει αυτή η ψυχή και στα κέφια σου ίσως και να υποσχεθείς στον εαυτό σου να πάρεις κανένα τηλέφωνο, που με μαθηματική ακρίβεια όμως ξέρουμε πως δεν θα γίνει ποτέ.
Γιατί; Γιατί έτσι είναι η ζωή. Και γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι απορροφημένοι μέσα στην νέα τους πραγματικότητα και στις υποχρεώσεις, συνήθισαν να ξεχνάνε και να ξεχνιούνται. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποτε δεν ήμασταν σημαντικοί ο ένας για τον άλλον.
Όπως προχώρησες εσύ, προχώρησαν και οι άλλοι στη ζωή τους. Δεν χρειάζεται να νιώθεις τύψεις σε κάθε τυχαία συνάντηση και να τάζεις καφέδες που μένουν στην σφαίρα της φαντασίας σου απλά και μόνο για να βγεις από την αμήχανη στιγμή.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Ας πούμε απλά «Χαθήκαμε. Σ ευχαριστώ για τις αναμνήσεις, ελπίζω να είσαι καλά, αλλά καφέ δεν πρόκειται να πιούμε!»