Εκείνοι οι δυστυχισμένοι άνθρωποι που λένε μόνο ψέματα.
Από μικρή μου άρεσαν τα παραμύθια. Όπως σε όλους μας άλλωστε. Πιτσιρικάδες ήμασταν και ζωντάνευαν στα μάτια μας γενναίοι ιππότες, ρομαντικές πριγκιποπούλες, έξυπνα ζώα με ανθρώπινη φωνή και μαγικά τζίνι σε λυχνάρια. Δεν ξέρω για σας αλλά εγώ πάντα αναρωτιόμουν για το συγγραφέα. Θαύμαζα εκείνο το λαμπρό κεφάλι που κατέβαζε τέτοιες ιδέες. Καμάρωνα εκείνο το μυαλό που γεννούσε ήρωες κι έπλεκε τις ιστορίες τους.
Κάτι που για να είμαι ειλικρινής δεν το κάνω σήμερα. Τους σύγχρονους παραμυθάδες δεν τους θαυμάζω καθόλου! Βλέπεις πέρα από τους κλασικούς της ιστορίας, τον Αίσωπο, τον Άντερσεν, τους Γκριμ και πόσους ακόμη, η ζωή εμφανίζει εξέλιξη. Έτσι έχουμε και τους απατεώνες που αρέσκονται να πλάθουν ιστορίες για το κοινό τους. Μόνο που αυτό το άτυχο κοινό δεν έχει ιδέα πως εξαπατάται. Πιστεύει απλά τα παραμύθια για αλήθειες. Κάποιοι θα τους πουν απατεώνες. Άλλοι ψεύτες. Μεταξύ μας πάντα, είναι και τα δύο.Είναι άνθρωποι που πίστεψαν πως μπορούν να πορευθούν με ψέματα. Πίστεψαν πως μπορούν πλάθοντας καλά το παραμυθάκι τους να εξαπατήσουν αυτούς που είχαν την αφέλεια να τους εμπιστευτούν. Κι είναι καλοί. Πολύ καλοί στις ιστορίες τους. Τις ξετυλίγουν γεμάτες γλαφυρές περιγραφές και λεπτομέρειες. Και πείθουν.Ναι ρε γαμώτο, πείθουν πως είναι καλοί, αθώοι, θύματα καταστάσεων κι ανθρωπίνων συμπεριφορών. Κι έτσι από θύτες γίνονται τα ευαίσθητα “θύματα”. Κι ευωδιάζει μπροστά η αθωότητά τους, την ίδια στιγμή που η ενοχή βγάζει απο πίσω λιποθυμική μπόχα. Ψεύτες τους λέω. Και κλέφτες και θρασύδειλους. Ανθρωπάκια με λίγα λόγια που έμαθαν να χρησιμοποιούν το θησαυρό των λέξεων για τον πιο ποταπό σκοπό, για να εξαπατούν. Και τους λυπάμαι. Όσο τους θυμώνω, άλλο τόσο τους λυπάμαι.
Γιατί αποδεικνύεται πως δεν έχουν συναίσθηση. Δεν καταλαβαίνουν πως το ίδιο το διαταραγμένο τους μυαλό τους έχει αιχμαλωτίσει σε ένα φαύλο κύκλο ψεμάτων. Βούλιαξαν στους μύθους τους και πνίγονται. Και τραβούν στον πάτο κι όλους αυτούς που θα έχουν την καλοσύνη ή και την αφέλεια να τους πιστέψουν. Αυτοί οι άνθρωποι, με τα ψέματα στην καρδιά, είναι δυστυχισμένοι άνθρωποι. Και προκαλούν στο διάβα τους ανείπωτη δυστυχία. Κι είναι τα “αποκαλυπτήριά” τους – γιατί το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, όπως λένε και στο χωριό μου- που μας επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Ελευθερώνονται τα μάτια και βλέπουν την αλήθεια.
Ελευθερώνεται η όσφρηση και πιάνει τη μπόχα. Και τότε καταλαβαίνουμε το παραμύθι. Θυμώνω, δε θα πω ψέματα. Σφίγγω όμως τα δόντια και δεν απαντώ. Γιατί ο χρόνος ξέρει να δικαιώνει.Και γιατί εγώ τα παραμύθια τα αγαπούσα πάντα για το τέλος τους. Και τι πιο όμορφο τέλος μπορεί να προσδοκά κανείς από το να αποκαλυφθεί το “φίδι” του παραμυθιού; Να αποκατασταθεί η ηθική τάξη; Όσο για το ηθικό δίδαγμα;Καλά τα παραμύθια, αλλά σαν την αλήθεια δεν έχει…