Εκείνη η κάτι σαν μαμά που λέγεται θεία
Γράφει η Ανθή Γεωργά
Λένε πώς ό,τι δεν έχεις βιώσει, ό,τι από μικρός σου λείπει, αυτό επιδιώκεις να ζήσεις, αυτές τις σχέσεις χτίζεις, γι’ αυτές προσπαθείς.
Μάλλον έτσι έγινε και με μένα.
Παιδί της πόλης, μιας αστικής αμιγώς πυρηνικής οικογένειας, μεγάλωσα στο διαμέρισμα με τη μαμά μου, το μπαμπά μου και την αδερφή μου.
Θείες και θείους είχα κι έχω, αλλά ποτέ δεν είχα «τη θεία μου», «το θείο μου», αυτόν τον ένα ξεχωριστό άνθρωπο, που δεν είναι γονιός μου, αλλά με αγαπάει σα γονιός μου, που μου δείχνει αδυναμία και δε μου χαλάει τα χατίρια, που του εμπιστεύομαι όσα φοβάμαι ή ντρέπομαι να πω στους γονείς.
Που μαζί πάμε βόλτες, που δεν τον αποκαλώ με την ιδιότητά του, αλλά με το μικρό του όνομα, παρά τα χρόνια που μας χωρίζουν.
Μέχρι που ήρθε η Μαρία, και μετά ο Νίκος. Κι έτσι , αφού ξεπέρασα το πρώτο σοκ, που από Ανθούλα, έγινα Ανθή και μετά «θεία Ανθή»- ευτυχώς έχω πει στα ανίψια μου να παραλείπουν το ι και να με αποκαλούν απλά «θεά»- έγινα αυτό που ποτέ δεν είχα, «η θεία τους».
Χωρίς να χρειάζεται να μπει το όνομά μου δίπλα, γιατί απ’ όλες τις θείες και απ’ όλους τους θείους ήμουν η πρώτη και η ξεχωριστή.
«Η αδερφή της μαμάς. Που μοιάζει με τη μαμά. Που χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις με τη μαμά, γιατί η θεία και η μαμά είχαν δικό τους κώδικα, και τον έχουν ακόμα παρόλο που είναι κοτζάμ γαϊδάρες.
Η θεία που είναι σα μαμά, αλλά και σα φίλη. Που πάμε μαζί βόλτες, πάμε μαζί για μπάνιο, μας πάει στο θέατρο.
Η θεία κοιμάται μαζί μας, μας προσέχει όταν είμαστε άρρωστοι, μας διαβάζει.
Η θεία που τις λέμε τις σκανταλιές μας, που κάνουμε μαζί σκανταλιές, γιατί η θεία είναι πιο τρελή από μας και παλιμπαιδίζει. Τύφλα να ‘χει η θεία μου η χίπισσα!
Που της εξηγούμε ποιος κάθεται με ποιον στην τάξη, τι έγινε στο διάλειμμα, ποιος αγαπάει ποια, και ποιον υποστηρίζουμε στο SURVIVOR.
Η θεία που νομίζουμε ότι δε θα μας μαλώσει ποτέ, που όταν παίρνουμε βαθμούς της φωνάζουμε «Ανθή!!!! Δεν έρχεσαι να κάνεις τείχος…?», κι όμως όταν πρέπει βάζει φωνή , και τότε «την ακούμε» αλλιώς και δεν υπάρχει πουθενά σανίδα σωτηρίας.
Με τη θεία πηγαίνουμε ατελείωτες βόλτες. Μπαίνουμε στα μαγαζιά, ο κόσμος μας χαζεύει. Πολλοί νομίζουν ότι η θεία είναι η μαμά, γιατί μοιάζουμε κιόλας, αλλά η θεία δεν τους διορθώνει. Γιατί κατά βάθος της αρέσει αυτό, που για λίγο είναι η μαμά που λέγεται θεία».
Τα παιδιά αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν, τα παιδιά έχουν ένστικτο.
Γι’ αυτό η σχέση αυτή είναι αμφίπλευρη και αμοιβαία.
Γιατί και η θεία καμιά φορά λυγίζει μπροστά , και δεν είναι η super θεία και τότε ένα παιδικό χέρι, χωρίς να ξέρει το «γιατί» έρχεται και σκουπίζει τα δάκρυα.
Ο χρόνος περνά, οι υποχρεώσεις είναι πολλές , τα παιδάκια γίνονται παιδιά και τα παιδιά έφηβοι. Οι δραστηριότητες τους πυκνώνουν.
Όσο για μας τους ενήλικες, και δη όσους ζούμε στο κλείνον άστυ, οι ρυθμοί της καθημερινότητας τρελοί.
Περνάνε μέρες που μιλάμε με τους δικούς μας ανθρώπους τυπικά, διεκπεραιωτικά, κανονίζουμε ποιος θα πληρώσει τους λογαριασμούς και ποιος θα πάει σούπερ μάρκετ.
Και τότε χτυπάει ένα τηλέφωνο. Εκεί που είμαι εγκλωβισμένη στα γρανάζια της αμείλικτης υποχρεωτικότητας , ακούω τη φωνή του.
Είναι ο Νικολάκης. Δεν έχει σημασία τι λέμε. Λέμε αυτά που μόνο εμείς ξέρουμε τι σημαίνουν. Ξέρουμε από πριν με ποιο καινούριο αστείο θα γελάσουμε. Και ξέρουμε ποια στιγμή θα σταματήσουμε να γελάμε για να μεταβούμε στην αρμόζουσα επικοινωνία της θείας με τον ανιψιό που οφείλει να ενημερωθεί για την πρόοδο του.
Ξέρω πως τα παιδιά που εύχομαι να με αξιώσει ο θεός να κάνω, θα είναι όλο μου το είναι, θα είναι η ολοκλήρωσή μου.
Αυτή η ιδιαίτερη σχέση όμως με τα ανίψια δε θα πάψει ποτέ. Γιατί δεν είναι ούτε υποκατάστατη, ούτε καταναγκαστική. Είναι μια σχέση ζωής, μεστή από αγάπη, τρυφερότητα, στοργή, παιδικότητα, χαμόγελα…