Connect with us

Της Στεύης Τσούτση.

Σήμερα πίστεψα πως σε έχασα. Κι ήταν οι πιο δυστυχισμένες στιγμές που έχω να θυμάμαι όσα χρόνια βαδίζω εδώ πάνω.

Όσα χρόνια υπάρχω με σένα δίπλα μου. Από την πρώτη ώρα. Το πρώτο σκίρτημα ζωής. Ζωής που μου έδωσες εσύ. Μη μου ξανακάνεις τέτοιο αστείο, σε παρακαλώ. Σου αρέσει το black humor, μου το έδωσες και μένα αλλά μη μου το ξανακάνεις.Μη διανοηθείς να μου φύγεις έτσι. Όχι έτσι. Όχι προτού κλείσεις τα 120 κι εγώ τα 100…Όχι πριν δεις αυτά τα έρμα εγγόνια για τα οποία γκρινιάζεις από τα 25 μου κι εμένα να γίνομαι όπως θέλεις… Φέρνω την εικόνα σου, με τα μάτια νεκρωμένα. Εκείνα τα μάτια που συνήθισα μια ζωή να με κοιτάνε με την καλοσύνη τους, ακόμη κι όταν έκανα σκανταλιές.Ήταν εκείνες οι στιγμές που δεν ήσουν εσύ. Κι εγώ δεν ήθελα να υπάρχω μια και πίστεψα πως έφυγες.Και δεν μπορώ να διαχειριστώ κάτι τέτοιο.

Σε ταρακουνούσα φωνάζοντας μαμά και σπάραζαν οι άνθρωποι. Κι εγώ ένιωθα το σώμα μου να νεκρώνει κύτταρο το κύτταρο. Κι εσύ να μην ανοίγεις τα μάτια κι εγώ σε πανικό. Σε απόγνωση και πόνο. Ωμό, πρωτόγονο πόνο. Άτιμο πράγμα ο χρόνος. Μπορεί να σε γεράσει σε μια στιγμή του. Μπήκα 32 μέσα σε εκείνο το τρένο και βγήκα 82.

Σκυφτή, με την καρδιά στα πόδια και την ψυχή φουρτουνιασμένη.Ευτυχώς, όμως, βγήκα μαζί σου. Γιατί τα μάτια σου ζωντάνεψαν. Κι έτσι απλά, στο άκουσμα του ονόματος που κουβαλάς 32 χρόνια, που δε σε βάφτισαν με αυτό αλλά αυτό τίμησες και τιμάς, στο μαμά λοιπόν, απλά χαμογέλασες και μου είπες έλα…

Κι ήρθα. Θυμήθηκα να ανασάνω γιατί όλη αυτή την ώρα είχα πεισματικά πάψει να δέχομαι αέρα. Γιατί το ίδιο φοβόμουν και για σένα. Ότι έπαψες… ότι έφυγες. Τι σκέφτεται κανείς σε τέτοιες στιγμές; Πόσο προετοιμασμένος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος για το αναπάντεχο; Πολλοί θα πουν ότι σκέφτεται όσα δεν είπε.

Αλλά εδώ δεν ισχύει αυτό. Σου έχω πει τόσες φορές σ’αγαπάω που το έχεις μπουχτίσει για δέκα ζωές κι όχι μόνο μία. Αν και ποτέ δεν πάει χαμένο ένα σ’αγαπώ.Άλλοι θα πουν πως περνά η ζωή μπροστά από τα μάτια του. Εγώ θα σου πω ότι δεν ήξερα από που μου ήρθε η κατραπακιά.

Έλεγα ολοένα μέσα μου πως δε γίνεται να συμβαίνει αυτό. Ότι είσαι πολύ νέα κι εγώ πολύ κότα για να μου κάνεις τέτοιο χουνέρι. Και σε χρειάζομαι ακόμη ρε γαμώτο. Και πάντα θα σε χρειάζομαι. Όπως χρειαζόμαστε πάντα τους ανθρώπους της ζωής μας. Όπως αδυνατούμε να συμβιβαστούμε με την ιδέα πως κάποτε, θα αναγκαστούμε να τους αποχωριστούμε. Καλή η φιλοσοφία αλλά εδώ δεν πιάνει. Ας λένε ότι θέλουν. Εγώ χαίρομαι που αυτό το “κάποτε” δεν ήρθε σήμερα.

Κι ας είμαι από τότε σα να με πάτησαν δέκα τρένα. Κι ας σκέφτομαι τόσα και τόσα. Κι ας κλαίω σα χαζή παρόλο που πέρασαν όλα.Φοβήθηκα μαμά. Πόσο αδύναμοι είμαστε οι άνθρωποι; Πόσο εύκολα μπορούμε αυτό που μέχρι πριν κλάσματα του δευτερολέπτου θεωρούσαμε δεδομένο, να το δούμε να χάνεται;

Πως μπορούν οι άνθρωποι της ζωής μας να μας αφήσουν εκεί που δεν το περιμένουμε; Είναι τα αναπάντεχα της ζωής. Αυτά που έρχονται να ανατρέψουν κάθε μας σχέδιο. Να μας ρίξουν στα πιο βαθιά πηγάδια της θλίψης κι ύστερα να μας ανασύρουν ξανά, μουσκεμένους, παγωμένους, ξέπνοους.

Δε θα σου πω κανένα βαρύγδουπο τσιτάτο. Δε θα φιλοσοφήσω για το κατά πόσο πρέπει να φερόμαστε σε κάθε στιγμή σαν να είναι τελευταία. Αυτά είναι δεδομένα κι ας τα ξεχνάμε.Θα σου πω μόνο πως τους ανθρώπους της ζωής μας πρέπει να τους χορταίνουμε κάθε λεπτό.

Γιατί δεν ξέρεις ποτέ αν θα υπάρξει επόμενο. Δεν ξέρεις ποτέ το χρόνο που έχετε μαζί κι ούτε θα τον μάθεις. Γι’αυτό να τους ζεις. Και να τους αγαπάς. Κι ας μην τους το λες συνέχεια. Μόνο να το δείχνεις. Αρκεί…

Της μανούλας μου, που ξέρει να μου στήνει λαχτάρες και που ευτυχώς είναι καλά και διαολεμένα κεφάτη…

διαφορετικό

Advertisement