Connect with us

Της Στεύης Τσούτση.

Είναι και κάποιες γυναίκες που γεννήθηκαν να περιμένουν. Όχι, δεν είναι η στόφα της δημιουργίας τους της αντοχής. Είναι το μοιράδι εκείνο της καρδιάς που τις αναγκάζει να περιμένουν εκείνον. Είναι ο άνδρας αυτός που τους ορίστηκε ως ο άνδρας της καρδιάς. Είναι εκείνος ο ένας, που και μια μόνο υποψία της ματιάς του κάνει τους σφυγμούς τους να ανεβαίνουν. Δεν έχει όνομα. Είναι απλά ο Έpωτας, ο ένας, ο καρμικός. Κι έτσι ο χρόνος χάνει το νόημά του. Και οι μέρες γίνονται βδομάδες, μήνες, χρόνια. Κι εκείνες τον περιμένουν. Γιατί εκείνος το ζήτησε. Γιατί εκείνος δεν είναι έτοιμος ακόμη να τις δεχτεί.Είναι οι γυναίκες με την αξόδευτη αγάπη που έμαθαν να περιμένουν.

Χαμογελαστές θα τις δεις. Μόνο η ψυχή τους όμως ξέρει πόσο πικρό είναι τούτο το χαμόγελο. Γιατί δε ζουν. Απομονωμένες στη σκιά της ζωής, απλά περιμένουν. Κι έρχονται και φεύγουν οι ευκαιρίες. Βλέπουν τις φίλες, τις αδερφές, τις άγνωστες να φτιάχνουν σπίτια και παιδιά κι εκείνες απομένουν στο «παιδικό»δωμάτιο με τους ροζ τοίχους και τα ανεκπλήρωτα όνειρα.Κι εκείνος ολοένα έρχεται αλλά δε φτάνει ποτέ. Δεν τον νιώθουν προδότη. Είναι η αγάπη τους τόση που πάντα τον δικαιολογούν. Ίσως βαθιά μέσα τους να πιστεύουν ότι δεν είναι αρκετά άξιες για να σταθούν στο πλάι του. Ίσως να βλέπουν την αιώνια αναμονή τους ως την τιμωρία της ατέλειάς τους. Όσο για τον Έpωτα, τις ξεγελά ξανά και ξανά. Τις αφήνει να διψούν στην έρημο της μοναξιάς τους και τις ποτίζει με συγνώμες. Πάντα συγνώμες για την απουσία του. Πάντα συγνώμες για την ανημπόρια του να έρθει σε εκείνες.Κι εκείνες, οι γυναίκες που τις λένε «της συγνώμης», πάντα τον συγχωρούν. Μπορεί να τις πνίγει το παράπονο, να τους θεριεύουν οι λυγμοί, αλλά πάντα συγχωρούν.

Γιατί δε μένει και τίποτα άλλο να κάνουν. Είναι δέσμιες της μοίρας τους, το ξέρουν καλά. Όσοι τους λένε να προχωρήσουν έχουν δίκιο. Μα όποιος δεν έζησε έpωτα σαν τον δικό τους, έpωτα της αιώνιας αναμονής, δεν μπορεί να καταλάβει. Αδυνατεί ο κοινός νους να συλλάβει πως για εκείνες ο χρόνος σταμάτησε στο περίμενε που διέταξε Εκείνος. Σταμάτησε σε ένα βλέμμα, σε ένα χαμόγελο, σε μια υποψία αγκαλιάς. Τώρα ζουν με εκείνη την ανάμνηση κι ολοένα περιμένουν. Ζουν στη θαμπή γυάλα τους και σαν χρυσόψαρα περιμένουν την τροφή τους. Κι όταν εκείνη δεν έρχεται τρώνε τις μνήμες τους για να επιβιώσουν. Τρώνε τις σκέψεις τους για να καταφέρουν να σταθούν στα πόδια τους. Τρώνε συγνώμες για να μπορέσουν να πάνε παρακάτω. Εύκολο δεν είναι. Και τούτες οι γυναίκες της συγνώμης σμιλεύτηκαν στα δύσκολα. Πια κοιτιούνται στον καθρέφτη αλλά δεν αναγνωρίζονται.

Κάποια αμυδρή λάμψη τους θυμίζει το κορίτσι που υπήρξε κάποτε μέσα τους και που τώρα θάφτηκε. Κι ολοένα υπόσχονται πως η πιο πρόσφατη συγνώμη του ολότελα απόντος Έpωτα, θα είναι και η τελευταία. Κοιμούνται με αυτή την ελπίδα και ξυπνούν με μια αποφασιστικότητα που ψυχορραγεί ως το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Και το βράδυ, ο εχθρός κάθε γυναίκας απέλπιδα εpωτευμένης, τις βρίσκει να ελπίζουν και πάλι σε μια συγνώμη, σε ένα σημάδι πως δεν τελείωσε ακόμη τίποτα. Για πόσο όμως; Καμιά δεν ξέρει να απαντήσει. Καμιά δε θέλει να απαντήσει.Θέλουν μόνο να περιμένουν. Για όσο θα υπάρχει μια συγνώμη…

Advertisement