Εσύ είσαι απών κι εγώ νιώθω να χάνω τον πιο δικό μου άνθρωπο.
Της Στεύης Τσούτση.
Κλείνομαι στο δωμάτιο και νιώθω τους τοίχους να πλησιάζουν. Έρχονται κατά πάνω μου κι εγώ ανοίγω τρομοκρατημένη το στόμα για να ουρλιάξω. Μα δε βγαίνει φωνή. Κι όμως, το θέλω. Θέλω να φύγει τούτη η κραυγή που μένει μέσα μου και με δηλητηριάζει. Αποφεύγω τους καθρέφτες, αποφεύγω τους ανθρώπους. Θα ήθελα να αποφύγω και το κεφάλι μου αλλά αυτό δε γίνεται. Αυτό θέλω δε θέλω το κουβαλώ μαζί μου και το έχω να σκέφτεται μανιωδώς. Νιώθω κάθε του γρανάζι να γυρίζει κι αυτός ο αλάδωτος μηχανισμός στενάζει κάτω από το βάρος της θλίψης μου. Και η καρδιά ακολουθεί το πένθος. Όχι, δεν πέθανε κανείς. Μόνο ένα κομμάτι του εαυτού μου νέκρωσε.
Παραμένει στη θέση του, χέρια πόδια όλα ως ωφείλουν να είναι. Αλλά εγώ δε νιώθω, μούδιασα. Κι εσύ δεν είσαι εδώ.Ή μάλλον είσαι αλλά απουσιάζεις. Κι αυτό είναι το χειρότερο όλων. Γυρνούσα στο κρεβάτι χθες. Φώναξες γιατί δε σε άφηνα να κοιμηθείς. Ξυπνάς νωρίς με κατηγόρησες και τράβηξες με θυμό το σεντόνι. Λες κι αυτό το μέτρο υφάσματος θα γινόταν η ασπίδα σου. Λες κι αυτό θα σε κρατούσε μακριά από μένα και τους αναστεναγμούς μου. Κι έτσι κι έγινε. Δε σε ενόχλησα άλλο. Κι έμεινα να παλεύω μόνη τα στοιχειά μου. Δαίμονες που κάποτε έχουν και τη δική σου μορφή κι ας μην το αναγνωρίζεις. Έμεινα να παλεύω μόνη μόνο που κάποτε υποσχέθηκες πως δε θα ήμουν ποτέ ξανά μόνη. Κάποτε υποσχέθηκες πως όλες τις σκιές μου θα τις διαλύει το φως μιας ειλικρινούς αγάπης. Της δικής μας.Είσαι εδώ λες αλλά δεν είσαι.
Με κρατάς μα δε με αγγίζεις. Δεν είμαι πια προτεραιότητα και τρέμω τη στιγμή που θα γίνω μια θλιβερή υποχρέωση. Γιατί τότε όλο αυτό που μας έδεσε θα έχει τελειώσει. Και σ’αγαπάω πολύ για να το δω να τελειώνει. Έναν άνθρωπο ζητώ, στο είπα από την αρχή. Έχω τα ζόρια μου. Τις ανασφάλειες, τους φόβους μου. Το ήξερες. Σε σένα δεν κρύφτηκα ποτέ. Κι ούτε θέλω να ξεκινήσω να το κάνω τώρα. Εσένα ονομάτισα άνθρωπό μου. Κι όχι τυχαία μα απόλυτα συνειδητά. Γιατί εσύ ήξερες εξ αρχής να αναγνωρίζεις κάθε μου συννέφιασμα, κάθε έκφραση, κάθε μου σκέψη. Με ήξερες σα να γνωριζόμασταν χρόνια και χρόνια.Μόνο που τώρα σε χάνω.
Είσαι αλλά δεν είσαι. Λες αλλά δε λες. Και το κυριότερο, δεν αγκαλιάζεις, απλά κρατάς. Κι εγώ νιώθω να χάνω τον πιο δικό μου άνθρωπο. Και μαζί με αυτόν κι όλο τον κόσμο που για δυο στιγμές πίστεψα ότι μπορεί στ’ αλήθεια να είναι όμορφος. Μαζί σου… Άραγε να είμαι τόσο λίγη όσο νιώθω; Λίγη για τους πάντες, λίγη και για σένα. Ας έβγαινε αυτή η κραυγή από το στόμα μου. Ας γινόταν λυγμός, να ξεσπάσω μπας και ηρεμήσω. Μήπως κι όλα τα δω καλύτερα. Μήπως καταφέρω να δικαιολογήσω κι εσένα. Γιατί θα σε δικαιολογήσω έτσι όπως μόνο ένας εpωτευμένος άνθρωπος ξέρει να κάνει.Βλέπεις εγώ είμαι εpωτευμένη…Εσύ είσαι;