Είπε η κυρία: «Δεν θα πληρώνω και αυτούς που δεν έχουν να φάνε»
Ένα κείμενο αφιερωμένο στους ανθρώπους που αρνούνται να πληρώνουν για όσους “δεν έχουν να φάνε, ειδικά για αυτούς που δεν είναι Έλληνες”. Για εκείνους που δεν χωράνε πουθενά.
Εκείνη στέκεται ανάμεσα στο πλήθος με το βλέμμα στο πάτωμα. Μετρό, βαγόνι γεμάτο, εγώ ακουστικά στα αυτιά, μετρώ λεπτά για να κατέβω τέσσερις στάσεις μετά. Εκείνος πλάι της, της κρατάει το χέρι. Στριμωγμένοι σε μια γωνιά, όπως ανοίγει η πόρτα στα δεξιά σου με το πως μπαίνεις. Μοιάζουν μετανάστες, πρόσφυγες, ξένοι γενικά. Αλλοδαποί.
Σκούρο δέρμα, η γυναίκα με μαντήλι στο κεφάλι, ρούχα φθαρμένα. Καθαρά αλλά φθαρμένα. Εγώ διαγώνια απέναντι με την πλάτη στην πόρτα που δεν ανοίγει. Δίπλα μου μια παρέα εφήβων, με σπυριά στα μάγουλα και αθλητικές φόρμες. Μιλάνε για τα κορίτσια του σχολείου τους, για τις καλοκαιρινές διακοπές, για μπάσκετ, για το EURO, για τον Ολυμπιακό.
Στάση Αγίου Ιωάννη. Μπαίνει στο βαγόνι ζευγάρι γύρω στα 50 με 55. Γυναίκα με γυαλί ηλίου, άντρας με σακούλες με ψώνια στα χέρια. Πολλές σακούλες. Το βαγόνι σχεδόν γεμάτο, δεν χωράνε καλά. Η γυναίκα προσπαθεί να χωθεί δίπλα από το ζευγάρι των μεταναστών. Δεν χωράει καλά, δεν χωράει πουθενά. Κοιτάζει με απαξίωση τον άντρα που κρατάει το χέρι της κοπέλας του. 55 η κυρία με τα γυαλιά, στα 30 οι μετανάστες.
Η “κυρία” με τα γυαλιά ανοίγει το στόμα να μιλήσει. Ο χρόνος σταματά. Ακούω μια γενικευμένη φασαρία. Ο κόσμος οπισθοχωρεί στα ενδότερα των διαδρόμων σαν να ανοίγουν χώρο για την πράξη του δράματος που θα παιχτεί μπροστά τους. Κατεβάζω τα ακουστικά. Όλοι κοιτάζουν προς τη γωνία της “σκηνής”. Η κυρία είναι εκνευρισμένη, δεν της αρέσει που τα σύνορα της χώρας της είναι ανοιχτά. “Σας μάζεψαν όλους εδώ και τρώτε το φαΐ των παιδιών μας. Φύγετε, βγείτε από το βαγόνι”. Σκέφτομαι να τραβήξω βίντεο. Με απορροφά ο διάλογος και δεν το κάνω, το μετανιώνω μετά. Οι έφηβοι από απέναντι αντιδρούν. “Τι λέτε πάτε καλά;”, λέει ο ένας. Έχουν σταματήσει να γελούν. Δεν γελάει κανείς. “Τι θες εσύ;”, λέει ο κύριος με τις σακούλες με τα ψώνια κοιτάζοντας πάνω από τα κεφάλια άλλων επιβατών. Ψηλός ο κύριος. Ο λόγος στη γυναίκα του: “Ήρθαν εδώ και τους ταΐζουμε, ακούς; Πληρώνω φόρους, δεν θα πληρώνω και αυτούς που δεν έχουν να φάνε. Και είναι και ξένοι, ούτε καν Έλληνες”.
-“Τι λες κυρία μου, άνθρωποι είναι κι αυτοί”, απαντά ο φίλος του πρώτου έφηβου που πήρε τον λόγο. Μέσα μου γελάω τώρα, όχι έξω μου. “Έχουν θράσος να παίρνουν και το ΜΕΤΡΟ, να κατεβούν κάτω”, συνεχίζει η ελληνική κυρία με το γυαλί ηλίου από την Ταΐβάν. Τις έχουν τελειώσει τα επιχειρήματα γρήγορα. “Κι εσύ δεν μοιάζεις και πολύ για ελληνίδα, από που κρατάς, Ρωσία;”, λέει ο τρίτος έφηβος. Τώρα γελάνε όλοι έξω τους, όχι μέσα τους.
“Ό,τι θες λες, αν δεν ξέρεις μη μιλάς, από την Ορεστιάδα είναι η γυναίκα και πληρώνει το ελληνικό κράτος κανονικά”, απαντά ο κουβαλητής του σπιτιού που δεν είχε πάρει θέση μέχρι εκείνη την ώρα. “Δίκιο έχει, γεμίσαμε με δαύτους”. Στάση Ακρόπολη. Το ζευγάρι των θιγμένων νοικοκυραίων κατεβαίνει από το μετρό και αφήνει τη ζωή στο βαγόνι να συνεχιστεί με την πολυπολιτισμική συνδιαλλαγή της. Κάτι φωνάζουν από την αποβάθρα, κανείς δεν τους ακούει μόνο κάτι τουρίστες που κοιτάζουν απορημένοι κρατώντας από μια πορτοκαλάδα ο καθένας στο χέρι.
Οι μετανάστες αγκαλιάζονται. Κάποιος τους ρωτάει αν καταλάβαιναν τι έγινε. Η κοπέλα κουνάει το κεφάλι καταφατικά. Απαντά πως είναι στη χώρα πάνω από ένα χρόνο. Περιμένουν ακόμα να φύγουν, αλλά είναι δύσκολο γιατί είναι από το Ιράκ, όχι από τη Συρία. Και το Ιράκ έχει αποχαρακτηριστεί ως εμπόλεμη ζώνη και οι φυγάδες δεν είναι πρόσφυγες στα χαρτιά. Είναι μετανάστες. Ζητούν άσυλο και περιμένουν όσο στη Βαγδάτη σκάνε τζιχαντιστικές βόμβες κάθε μέρα. Έρχονται στην Ελλάδα της λιτότητας και εγκλωβίζονται σε μια νέα λιτότητα που θίγει τους πάντες. Προσπαθούν να χωρέσουν εδώ, κάπου, οπουδήποτε.
Σκέφτομαι.
Αυτοί θα χωρέσουν, θα τον βρουν τον δρόμο, τον τόπο, τις νέες ζωές τους θα τις βρουν γιατί έχουν ο ένας τον άλλο, γιατί έχουν πολλούς συμμάχους στο διάβα τους κι ας μην είναι οι επίσημες κυβερνήσεις. Οι άλλοι, που αρνούνται να πληρώσουν για όσους “δεν έχουν να φάνε, ειδικά για αυτούς που δεν είναι Έλληνες”, δεν χωράνε πουθενά. Θα αυτοεξοριστούν στο ημίφως ή θα προσπαθήσουν να σπάσουν τα φώτα της ανθρωπιάς με τη βία. Το έχεις διαβάσει στα βιβλία, το έχεις μελετήσει στα θρανία, σου έχουν πει γι’ αυτό. Θα γίνει πάλι, να είσαι έτοιμος. Γιατί για την ώρα, δεν προσπαθούμε να το αποτρέψουμε όσο εξισώνουμε ακροδεξιούς με τάχα “αριστερούς φασισμούς”.
Πόσα λάθη έχει κάνει η αριστερά. Πόσα. Χαρίζοντας τον πατριωτισμό στους εθνικιστές, προσφέροντας μέρες και χρόνο στη μισαλλοδοξία να επωαστεί και να βγει από το αυγό της, αποδεχόμενη βουβά ή μη, τη ρητορική των δύο άκρων. Μιλώντας στην εργατική τάξη με αναχρονιστικές γενικεύσεις.
Δεν κατηγορώ την κυρίαρχη ΕΕ για τα νέα ακροδεξιά φαινόμενα, αυτή την ξέρουμε, ζει χαμένη στους διαδρόμους των Βρυξελλών και κουταλάει σε “ευρωσκεπτικιστικούς” τοίχους.
Κατηγορώ όσους διατείνονται πως κρατούν το λάβαρο του αντιφασισμού ψηλά και αναλώνονται σε μικροαστικές επιθέσεις εσωτερικής κατανάλωσης για αριστερούς “πρώην συντρόφους”. Δεν μου αρέσει να γενικεύω, αλλά είναι πολλοί. Πολλοί που θα έπρεπε να είναι όλοι μαζί “κάτω”, με ένα βιβλίο στο χέρι, δίπλα στα παιδιά, ανάμεσα στα παιδιά, μέσα στις φτωχογειτονιές. Εκεί που κόβει βόλτες ο χαμαιλέοντας πατριώτης, ο νοσταλγός του Χίτλερ, ο απόγονος των δοσίλογων, ο απόγονος των ελληναράδων που διαπόμπευαν Ποντίους και Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ο οραματιστής της νέας Χούντας. Δεν υπάρχει άλλο περιθώριο για εσωτερικές έριδες, τώρα που η Ευρώπη οδεύει σταδιακά προς τη διάσπαση της, τώρα που η Ευρώπη βλέπει τύπους σαν τον Όρμπαν να κάνουν πάρτι. Δεν υπάρχει άλλο περιθώριο για υποσχέσεις.
Ο αντιφασισμός και η κοινωνική πολιτική γράφονται στον δρόμο. Στα βαγόνια. Στο μετρό. Στα στενά, στις γειτονιές και στις πλατείες. Με λόγο, αντίλογο και τόλμη. Με αλήθειες και αυτοκριτική. Το σκοτάδι θα ξανάρθει, να το ξέρεις. Για την ακρίβεια, δεν έφυγε ποτέ. Αλλά έχουμε ακόμα κάποιους έφηβους φανούς, νέες φωνές που ψάχνουν όραμα και ωριμάζουν. Ας τις φροντίσουμε λίγο παραπάνω αυτές τις φωνές, κρύβουν μέσα τους την αληθινή ελπίδα. Εκείνη που εμείς αμαυρώσαμε, χρησιμοποιώντας αναιδώς το όνομα της. Ας μη γαμήσουμε και την ελπίδα των εφήβων του τόπου. Θα μας φάνε ζωντανούς και θα έχουν δίκιο.
ΥΓ. Το περιστατικό στο μετρό, είναι αληθινό γεγονός.