Δώσαμε αξία εκεί που δεν ήξεραν να εκτιμούν
Και φτάνει εκείνη η στιγμή που συνειδητοποιείς τι έδωσες, τι είπες, τι αισθάνθηκες για λάθος ανθρώπους που πίστεψες ότι σου αξίζουν κι ότι είναι ό,τι καλύτερο σου έχει συμβεί κι εσύ ανοίχτηκες, μοιράστηκες, δέθηκες κι όμως τώρα βλέπεις πόσο λάθος έκανες, ποσό αφελής ήσουν που πίστεψες σε αυτούς κι ακόμα περισσότερο σε εσάς.
Σ’ εσάς που πάλεψες με τόσο κόπο να κρατήσεις αυτό που είχατε. Έδειξες υπομονή κι επίμονη γιατί σου έμαθαν πως έτσι είναι οι σχέσεις. Θέλουν τον χρόνο τους και μεράκι για να αντέξουν. Έτσι εσύ στον βωμό του εpώτα θυσίαζες χρόνο, συναίσθημα, αντοχές και το έκανες με τόσο ενθουσιασμό.
Έκανες ηλίθιους συμβιβασμούς, ανώφελες υποχωρήσεις, άφησες να σε ποδοπατήσουν γιατί πίστευες μέσα σου ότι θα πετύχει, για την ακρίβεια, ήθελες τόσο να πετύχει. Απλά λίγο σπρώξιμο θέλει, έλεγες.
Είναι δύσκολο όμως το «εμείς» και το «μαζί». Δε θέλει προσπάθεια μόνο από έναν. Το παιχνίδι αυτό είναι ομαδικό, αν ο ένας πάει πάσο χάνετε κι οι δυο. Αν ο ένας παίξει για την πάρτη του, αργά ή γρήγορα πάλι δε θα τα καταφέρατε.
Σαφέστατα, πάντα κάποιος απ’ τους δυο θα νιώθει πιο πολλά , θα δίνει πιο πολλά, θα είναι έτοιμος να θυσιάσει και να θυσιαστεί, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ο άλλος θα μείνει άπραγος. Ανιδιοτελείς οι σχέσεις, βλέπεις, όμως ανιδιοτελής είναι ο άνθρωπος που δίνει χωρίς συμφέρον και προσωπικό όφελος, όχι αυτός που δεν περιμένει τίποτα γιατί ο άλλος δεν τον υπολογίζει.
Συχνά μπερδεύουμε τον πραγματικό εpώτα με κάτι φτηνιάρικες απομιμήσεις που δεν έχουν καν λόγο ύπαρξης. Ίσως να φταίμε κι εμείς που αφήνουμε να κάνουν κουμάντο στην καρδιά μας, ίσως να φταίνε κι αυτοί που δεν μπόρεσαν να εκτιμήσουν το παραμικρό.
Και φτάνει εκείνη η αναθεματισμένη ώρα που συνειδητοποιείς ποσά έδωσες, ποσά κράτησες για σένα και τι εκτίμησε ο άλλος από αυτά. Και τότε απογοητεύεσαι, νιώθεις κενός και τι κατάφερες; Τώρα αυτά που έκανες κι είπες φαντάζουν τόσο άσκοπα, τόσο ανούσια αφού ο άλλος δεν έκανε τίποτα για να δώσει αξία.
Σκέφτεσαι πάλι πώς είναι δυνατόν να μην είδε τίποτα από όλα αυτά, να μην αντέδρασε σε κάτι, βρε αδελφέ. Μα γιατί να το κάνει άλλωστε; Κάνεις δε χρωστάει σε κανέναν και κάνεις δεν αναγκάζει κανέναν να κάνει κάτι που δε θέλει, μονός σου πήρες το ρίσκο κι οι συνέπειες δικές σου.
Κι ύστερα, πες μου, πώς σου φαίνεται που όσα έκανες εσύ με κόπο και πείσμα, ο άλλος τα γκρεμίζει έτσι απλά μόνο με ένα βλέμμα, με μια λέξη, με μια κίνηση; Κι εσύ εκεί επιμένεις να τα ξαναχτίσεις όλα απ’ την αρχή κι αυτή τη φορά, βέβαια, στα μέτρα του έτσι ακριβώς όπως αρέσει σε εκείνον. Κι όλα αυτά γιατί;
Μόνο και μόνο γιατί φοβάσαι να παραδεχτείς στον ίδιο σου τον εαυτό ποσό λάθος έκανες ακόμη μία φορά, που έδωσες σε λάθους ανθρώπους. Γιατί πίστευες ότι είναι ο σωστός άνθρωπος, ότι αυτός σου αξίζει, ότι αυτός είναι το άλλο σου μισό. Κάποια στιγμή τελειώνει αυτό το παραμυθάκι, αυτός φεύγει κι εσύ ξυπνάς και βλέπεις πως όλα πήγαν χαμένα, θυμώνεις με σένα που πίστεψες πάλι λανθασμένα.
Όταν όμως έρχεται η στιγμή που ο σωστός άνθρωπος μπαίνει στην ζωή σου, κομπλάρεις διότι καιρό τώρα έχεις πάψει να πιστεύεις σε αυτούς. Τότε αντιλαμβάνεσαι πραγματικά ποσά λάθος πράγματα επένδυσες σε τόσο λάθος ανθρώπους.
Πίστευες βλακωδώς ότι ήταν ό,τι καλύτερο σου έχει συμβεί, και να που έρχονται άνθρωποι που αξίζουν τόσα κι αλλά τόσα, όμως εσύ τα έδινες από εδώ κι από εκεί, σε άτομα ανίκανα να εκτιμήσουν, να παλέψουν γι’ αυτόν που είχαν διπλά τους.
Δειλοί άνθρωποι που το μόνο που ήξεραν να κάνουν είναι να παίρνουν και να φεύγουν. Γιατί τι άλλο να δώσεις, μάτια μου, και ποιος σου εγγυάται ότι δε θα πληγωθείς πάλι, ότι δε θα πετάξουν με τόση ευκολία όπως έκαναν τόσοι και τόσοι.
Και το ερώτημα είναι το εξής: στον απολογισμό που κάνεις, ποιος μένει τελικά;