Χρήστος Τσαγανέας: Ο αριστοκράτης του ελληνικού σινεμά.
Ένας γόνος εύπορης ελληνικής οικογένειας της Ρουμανίας αποβιβάζεται στην Αθήνα για σπουδές ιατρικής ή νομικής.
Με τρεις ακόμα συμφοιτητές του ζουν τη μεγάλη ζωή, αν και σύντομα τόσο για τα μάτια μιας νεαρής σταρλετίτσας όσο και λόγω του μικροβίου που σιγόβραζε μέσα του, θα τα παρατήσει όλα για να γίνει θεατρίνος.
Οι μάχες με την οικογένειά του θα τον φέρουν στο κατώφλι της αποκλήρωσης, αν και αυτός είναι ανένδοτος: ή ηθοποιός ή τίποτα! Ο λόγος για τον ξεχωριστό Χρήστο Τσαγανέα, μια εντελώς ιδιαίτερη φυσιογνωμία της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου που σφράγισε σινεμά και θέατρο με το άπλετο ταλέντο του.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις αμίμητες ατάκες του «Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;» στο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και το ανυπέρβλητα κωμικό «Βεβαίως βεβαίως» στο «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο»;
Σεμνός και διακριτικός, ο Τσαγανέας κρατήθηκε πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, απασχολώντας το κοινό μόνο με τις αξέχαστες ερμηνείες του και τίποτα άλλο.
Η ιστορία του ιδιαιτέρως ευκατάστατου Τσαγανέα που έρχεται στην Αθήνα για να γίνει οδοντίατρος, αλλά αλλάζει απόφαση και στρέφεται στη νομική, πριν τα εγκαταλείψει όλα για χάρη της υποκριτικής, παραμένει μοναδική στα χρονικά του ελληνικού θεάτρου. Και όπως φαίνεται, δικαιώθηκε για την απόφασή του, καθώς έγραψε τη δική του ιστορία στο θέατρο αλλά και τον κινηματογράφο, όπου διακρίθηκε και τυποποιήθηκε σε ρόλους πλούσιου, αριστοκράτη, υπερόπτη ή κακού.
Όσο για την πέτρα του σκανδάλου που του άλλαξε τη ρότα της ζωής του, δεν ήταν άλλη από την πανέμορφη Νίτσα Βιτσώρη (η γνωστή μας Νίτσα Τσαγανέα), την οποία εpωτεύτηκε τρελά, όπως τον εpωτεύτηκε κι εκείνη: αυτή χώρισε τον σύζυγο της, αυτός εγκατέλειψε τη νομική και βγήκε στο θέατρο…
Πρώτα χρόνια
Ο Χρήστος Τσαγανέας γεννιέται στις 2 Ιουλίου 1906 στη Βραΐλα της Ρουμανίας μέσα σε μεγαλοαστική οικογένεια της ελληνικής παροικίας: ο πατέρας του ήταν επιτυχημένος και ιδιαιτέρως ευκατάστατος μεγαλέμπορος. Εκεί θα τελειώσει το ελληνικό Γυμνάσιο και το 1923 (ή 1924) ο πατέρας του θα τον στείλει στο κέντρο του μητροπολιτικού ελληνισμού, την Αθήνα, για ανώτερες σπουδές.
Ο μπαμπάς Τσαγανέας θέλει να τον καμαρώσει γιατρό (ή οδοντίατρο) και ο Χρήστος γράφεται στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αν και σύντομα αλλάζει κλάδο στρεφόμενος στα νομικά, ένα επάγγελμα αποδεκτό για τον αυταρχικό πατέρα. Στο αίμα του κυλούσε βέβαια το μικρόβιο της ηθοποιίας ήδη από παιδί, αλλά έτρεμε την πατρική μήνη και είχε θάψει βαθιά το παιδικό του όνειρο για χάρη της οικογενειακής κοινωνικής θέσης.
Παρά ταύτα, το όνειρο συντηρούνταν άσβεστο μέσα του και παίρνει κάποια στιγμή την απόφαση, μετά την παρότρυνση φίλου του, να γραφτεί στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου.
Όπως ήταν επόμενο, η αυθάδειά του θα φέρει ρήξη και ομηρικούς καυγάδες με τους γονείς του και ο πατέρας του απειλεί να τον αποκληρώσει αν δεν φέρει στο σπίτι το χαρτί του δικηγόρου. Για να τον πιέσει μάλιστα, του κόβει την οικονομική στήριξη, αλλάζοντας έτσι άρδην τη ζωή του νεαρού Τσαγανέα.
Τώρα ζει στην καμπίνα μιας δεμένης μαούνας στον Πειραιά παρέα με τρεις-τέσσερις φίλους του και παλεύει καθημερινά για την επιβίωση. Τη σχολή μάλιστα δεν την παρατά αμέσως, καθώς θέλει να κρατήσει τις ισορροπίες και τα προσχήματα. Πρέπει όμως να δουλέψει για να τα καταφέρει και δεν μπορεί να τα κάνει όλα. Η δίψα του όμως για το θέατρο και την τέχνη αποδεικνύεται μεγάλη και του δίνει δύναμη να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες και να κάνει συνάμα και τα πρώτα του θεατρικά βήματα.
Τη χαριστική βολή στην πανεπιστημιακή σχολή θα δώσει ο έpωτας! Ο Τσαγανέας εpωτεύεται παράφορα την κατά εφτά χρόνια μεγαλύτερή του και ήδη παντρεμένη Νίτσα Βιτσώρη, η οποία έχει ήδη κάνει τα πρώτα της θεατρικά βήματα στο σανίδι. Για χάρη της τα παρατά όλα, ακόμα και τις οικογενειακές σχέσεις, και βγαίνει στο θέατρο. Εκείνη χωρίζει τον γιατρό σύζυγό της και με το παιδί της στην αγκαλιά ανοίγεται στην περιπέτεια του έpωτα. Ο γάμος τους θα έρθει λίγο αργότερα.
Το πιεστικό βιοποριστικό πρόβλημα θα φέρει τον Τσαγανέα σε περιοδεύοντες θιάσους και με τα μπουλούκια αυτά θα κάνει τις πρώτες του εμφανίσεις στο σανίδι, πάντα δίπλα στη γνωστότερη Νίτσα: «Λίγα τα θέατρα, λίγες οι θεατρικές πιάτσες, πολλοί οι ασκούντες το επάγγελμα», θα έλεγε αργότερα για τα δύσκολα αυτά πρώτα χρόνια στο καλλιτεχνικό στερέωμα.
Καριέρα στο θέατρο και το σινεμά
Με το πτυχίο της δραματικής σχολής ανά χείρας, ο Τσαγανέας εγκαταλείπει τα υποτιμημένα καλλιτεχνικά μπουλούκια και κάνει το αθηναϊκό ντεμπούτο του το 1929 στο δράμα «Η Θυσία του Αβραάμ». Η ερμηνεία του και το υποκριτικό του ταλέντο γίνονται δεκτά με ενθουσιασμό, κι έτσι φτιάχνει ένα μικρό ονοματάκι ήδη από την αρχή!
Η συνέχεια που ακολουθεί είναι γεμάτη επιτυχίες και πάλι επιτυχίες και η προσωπική του διαδρομή είναι συνυφασμένη με την ίδια την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια θα συνεργαστεί με τους σημαντικότερους αθηναϊκούς θιάσους παίζοντας κυρίως σε κλασικά έργα, ενώ τη δεκαετία του ’60 θα στραφεί στην κωμωδία, συνεργαζόμενος με τον Μίμη Φωτόπουλο. Μεγάλος πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου για πολλά χρόνια, ξεχώρισε σε σημαντικούς ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Την περίοδο 1937-1938, συγκρότησε τον θίασο Τσαγανέα-Λάμπρου με μεγάλη πρωταγωνίστρια τη σύζυγό του Νίτσα, τη μόνιμη συνεργάτιδά του δηλαδή. Με το αρχοντικό παρουσιαστικό του κληρονομιά, ο Τσαγανέας ενσάρκωσε σπουδαίους ρόλους του ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου, παίζοντας κυριολεκτικά τα πάντα (από δράματα και κωμωδίες μέχρι τραγωδίες και οπερέτες) και συνεργαζόμενος με όλα τα ιερά τέρατα της υποκριτικής. Χορτασμένος από επιτυχίες και φήμη, ο Τσαγανέας έκανε όπως είπαμε τη μεγάλη στροφή στην καριέρα του κατά τη δεκαετία του 1960, όταν εμπιστεύτηκε την επιθεώρηση και τη συνεργασία με τον Μίμη Φωτόπουλο.
Σε μια άγνωστη πλευρά της ζωής του, ο Τσαγανέας ήταν πάντα πολιτικοποιημένος, δίνοντας αγώνες στα πολιτικά δρώμενα της χώρας μας. Ενταγμένος στις τάξεις του ΕΑΜ Καλλιτεχνών, παρά τη μεγαλοαστική καταγωγή του, έπαιξε τον δικό του ρόλο στην ελληνική Αντίσταση και συντάχτηκε από την πρώτη στιγμή με τη φτωχολογιά, αλλά και αργότερα, μέσω του θεατρικού σχήματος «Ενωμένοι Καλλιτέχνες».
Μεγάλη και μακρά ήταν όμως η διαδρομή του Χρήστου Τσαγανέα και στο ελληνικό σινεμά, βάζοντας κι αυτός το δικό του λιθαράκι στην ανάπτυξη της εθνικής μας κινηματογραφίας αλλά και στη γέννηση του λεγόμενου εμπορικού κινηματογράφου. Ντεμπούτο θα κάνει ήδη από το 1933, στην ταινία «Ο κακός δρόμος», πλάι στον Λογοθετίδη και την Κοτοπούλη, μετρώντας έκτοτε επιτυχίες και καταιγισμό ταινιών.
Διακρινόμενος για το καλλιτεχνικό του ήθος αλλά και το αστείρευτο ταλέντο του, ο Τσαγανέας έπαιξε σε λίγο λιγότερες από 70 ταινίες, αν και τα μεγάλα ορόσημά του έμελλε να είναι τα «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» (1959) και «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948).
Αποτυπώνοντας με ηθική ένταση αλλά και μοναδική υποβλητικότητα το μεγαλείο και την παρακμή της αστικής τάξης, ο Τσαγανέας καθιερώθηκε σε ρόλους μεγαλοαστού και σνομπ πλούσιου, διατρέχοντας πάντως με υποδειγματική επάρκεια όλα τα είδη του εμπορικού κινηματογράφου.
Το αριστοκρατικό του παρουσιαστικό τον καθήλωσε βεβαίως στη μανιέρα του ανθρώπου της καλής κοινωνίας, την οποία έφερε υποδειγματικά σε πέρας. Ο Τσαγανέας έπαιξε σε 67 δράματα και κωμωδίες, ενώ πέρασε και από την ελληνική τηλεόραση, συμμετέχοντας στις σειρές «Ψηλά τα χέρια» (1972) και «Ο πειρασμός» (1972).
Για την πολυεπίπεδη και μακρά καλλιτεχνική του προσφορά στο θέατρο, τον κινηματογράφο και τον πολιτισμό γενικότερα, ο Τσαγανέας τιμήθηκε από την Πολιτεία με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’. Έφυγε από τη ζωή ανήμερα των γενεθλίων του το 1976 (2 Ιουλίου), απολαμβάνοντας της καθολικής εκτίμησης τόσου του κοινού όσο και των συναδέλφων του και αφήνοντας παρακαταθήκη στο ελληνικό θέατρο το ήθος και την αξιοπρέπεια που μόνο οι πραγματικοί καλλιτέχνες έχουν…