Χρήστος Θηβαίος: Πόσο πολύ σ’ αγάπησα
Πόσο πολύ σ’ αγάπησα. Ένα εκπληκτικό τραγούδι που όταν το άκουσα για πρώτη φορά, μου κίνησε την περιέργεια να μάθω τόσο για το δημιουργό του όσο και για την ιστορία του. Ήμουν σίγουρη ότι ο άνθρωπος που έγραψε τους συγκεκριμένους στίχους είχε βιώσει κάτι ιδιαίτερο κι ενδιαφέρον.
Ερμηνευτής του είναι ο χαρισματικός Χρήστος Θηβαίος. Ένας από τους καλύτερους `Έλληνες τραγουδιστές και συνθέτες με τη χαρακτηριστική χροιά της φωνής που προκαλεί μια γλυκιά μελαγχολία.
Οι στίχοι ανήκουν στην Ηρακλειώτισσα ποιήτρια του μεσοπολέμου Κατίνα Παΐζη.
Το ερωτικό και ταυτόχρονα λυπητερό ποιήμα “Πόσο πολύ σ’αγάπησα”, κάποιοι ίσως το θυμούνται από τους τίτλους της σειράς “Μεγάλος Θυμός“.
Η ποιήτρια γεννήθηκε το 1911 στην Ανώπολη Σφακίων, έζησε στο Ηράκλειο και πέθανε στην Αθήνα το 1996. Υπηρέτησε ως δασκάλα αλλά τη δεκαετία του `30 εξελίχθηκε ως ποιήτρια. Εκτός από πέντε ποιητικές συλλογές, έγραψε μικρά πεζά για τη γενέτειρά της. Οι ιστορίες της αναφέρονται σε απαγορευμένους έρωτες, “κλεψίματα” κοριτσιών, δύσκολους γάμους, όμορφες οικογενειακές στιγμές, αλλά και φονικές μπαλοθιές, που τις διηγούνταν η μητέρα της. Είχε ενταχθεί στο ΕΑΜ τα χρόνια της Κατοχή μαζί με τη αγαπημένη της αδελφή και ηθοποιό Αλέκα Παΐζη. `Εγινε γνωστή τα τελευταία χρόνια με το ποίημα της “Πόσο πολύ σ’ αγάπησα” που έγινε τραγούδι.
Στο βιβλίο “Η Κατίνα Παΐζη, Πόσο πολύ σ`αγάπησα”, η Νίκη Τρουλλινού – η οποία το επιμελήθηκε το τέταρτο βιβλίο της σειράς “Οι λησμονημένοι του τόπου” από τις εκδόσεις Δοκιμάκη- τονίζει ότι ήταν μια δυναμική γυναίκα και παραγνωρισμένη δημιουργός, της οποίας “η ποίηση διέθετε δύο σημαντικά προσόντα, αθωότητα και αυθεντικότητα”.
Ποιά είναι όμως η ιστορία αυτού του ποιήματος της Κατίνας Παΐζη; Την αποκάλυψε ο Χρήστος Θηβαίος, όπως του την αφηγήθηκε ο γιος της.
Γύρω στο 1920 στην Αλεξάνδρεια, η μικρή Κατίνα είχε πάει σε φιλικό σπίτι με την οικογένειά της, όπως συνηθίζονταν, ν’ ακούσουν μουσική δωματίου. Εκεί ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τον βιολοντσελίστα της ορχήστρας . Το ίδιο βράδυ, εκμυστηρεύτηκε αυτό που ένιωσε για εκείνον, στην αδελφή της Αλέκα. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για να γράψει αυτό το εκπληκτικό ποίημα. Το σπουδαιότερο, βέβαια, για εκείνη ήταν ότι μετά από κάποια χρόνια παντρεύτηκε τον άνδρα που κατάφερε να την εμπνεύσει…
Πόσο πολύ σ’ αγάπησα
Πόσο πολύ σ’ αγάπησα ποτέ δε θα το μάθεις καλέ που δεν εχάρηκες στα χείλη μου φιλιά. Απ’ τη ζωή μου επέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά. Τα χέρια μου δεν έδεσα τριγύρω στο λαιμό σου. Δεν έσταξε απ’ τα μάτια μου το δάκρυ μου θολό. Κουνούσα το μαντίλι μου αλαφρά στο μισεμό σου και σιωπηλά σου ευχότανε η ψυχή μου στο καλό. Δεν είδες το τρεμούλιασμα των κουρασμένων μου ώμων. Δε μάντεψες τη θύελλα που εκλειούσα στην ψυχή. Μήτε πως ήμουν σύντροφος των μακρινών σου δρόμων κι όλη μου η σκέψη ανέκφραστη σ’ άγγιζε προσευχή. Κι αν ήρθαν μέρες πένθιμες και νύχτες θολωμένες, που η μοναξιά με τρόμαζε και μου `παιρνε το νου, τώρα κρατώ στη θύμηση στιγμές ευτυχισμένες κάποιου καιρού αλησμόνητου ωραίου κι αληθινού. Κι αν δεν προσμένεις να με δεις κι εγώ πως θα ξανάρθεις, ω εσύ, του πρώτου ονείρου μου γλυκύτατη πνοή, αιώνια θα το τραγουδώ κι εσύ δε θα το μάθεις πως οι στιγμές που μου `δωσες αξίζουν μια ζωή