Χωρίς αγάπη δε ζεις, κατάλαβέ το!
Της Στεύης Τσούτση.
Εγώ πότε θα γίνω επιτέλους μάνα; Κουράστηκα, δεν το καταλαβαίνεις; Μπα, κανείς δεν μπορεί. Αν δεν έχεις κοιμηθεί σε άχρηστα κρεβάτια, που μεταμορφώθηκαν από πριγκιπικά σε αχυροκρέβατα εν μία νυκτί – ή και περισσότερες δυστυχώς-, αν δεν έχεις δει τον πρίγκιπα να μεταμορφώνεται σε βάτραχο – ουκ ολίγες φορές- και τις υποσχέσεις του να βουλιάζουν στο βάλτο του, τότε σίγουρα δεν μπορείς να καταλάβεις. Ξέρεις τι είναι να ψάχνεις το άλλο σου μισό, να πιστεύεις ότι το βρήκες κι ύστερα να καταποντίζεσαι; Ξέρεις πως είναι να ευχαριστείς την τύχη σου για έναν άνθρωπο κι αυτός να σου βγαίνει σκάρτος; Κι εσύ να τον βλέπεις μέρα τη μέρα να αλλάζει και να εθελοτυφλείς. Να τρέχεις από πίσω του και να δικαιολογείς συνέχεια καταστάσεις και συμπεριφορές.
Να αρνείσαι ότι απέτυχες άλλη μία φορά, ότι έπεσες σε έναν ακόμη καραγκιόζη που δε σε πήρε ποτέ στα σοβαρά. Όχι απαραίτητα γιατί δε θέλεις αλλά κυρίως γιατί δεν μπορεί ο κακομοίρης.Αν αυτά που σου περιγράφω σου φαίνονται παρανοϊκά, τότε είσαι ένας τυχερός άνθρωπος και προφανώς δεν ανήκεις στον κόσμο μου. Γιατί εγώ, σκατά στα μούτρα μου, μήτε μπορώ πια να μετρήσω πόσες φορές την πάτησα. Ίσως να φταίει που έφτιαξα το τέλειό μου και το κυνηγώ. Κι αν δεν το βρίσκω αυτό καθ’ αυτό, το μεταμορφώνω. Το κάνω να φαίνεται τέλειο στα μάτια μου κι ας μην είναι. Τόση είναι η ανάγκη μου να αράξω κάπου. Τόσο πολύ βαρέθηκα τη διαδικασία του να βγω, να γνωρίσω, να φλερτάρω, να απορριφθώ ή να απορρίψω, να κάμω σχέση, να αρχίσω τα όνειρα. Και δε φταίω ρε γαμώτο με τα όνειρα. Μόνα τους έρχονται κι ας προσπαθώ να τα φρενάρω. Με τίποτα δεν τιθασεύονται τα άτιμα. Φταίει κι ο κόσμος γύρω που όλο πάει και παντρεύεται. Κάνει οικογένεια, παιδιά. Κι εγώ γεμίζω μπομπονιέρες και κουμπαριές.
Μόνο που δε θέλω ποτέ να γίνω δήμαρχος, μάνα θέλω να γίνω. Μια καλή σύντροφος και μια άξια μάνα. Γιατί με πονά να αγκαλιάζω ξένα πιτσιρίκια. Με πονά να μοιράζω την αγάπη μου σε ξένα παιδιά, σε ανθρώπους που δε θα γίνουν ποτέ δικοί μου. Εγωιστικό θα πεις. Σκασίλα μου, τι λες. Έτσι είναι. Έτσι είμαι.Και σε ρωτώ.Εγώ πότε θα βρω τον άνθρωπό μου; Που είναι ο πρίγκιπας που μου έταξαν από την κούνια; Κι ας φοράει και γανωμένη φόρμα κι ας του λείπουν τα μισά μαλλιά. Θα ξέρει να με αγκαλιάζει; Θα ξέρει να είναι εκεί για μένα όπως κι εγώ γι’αυτόν; Αυτό με νοιάζει, όλα τα άλλα τα βάζω για προσάναμμα. Το θέμα είναι που βρίσκεται. Γιατί δεν μπορώ να τον βρω και πέφτω συνέχεια σε ναυάγια της ζωής; Τι να τους κάμω εγώ τους ανθρώπους που δε θέλουν δεσμεύσεις, δε θέλουν αγάπες, δε θέλουν παιδιά; Αφού εγώ θέλω. Και πόσο θα αναλωθώ ακόμη σε σκάρτες επιλογές; Τι κάνω πια λάθος, θα μου πει κανείς; Ξέρω ότι οι σχέσεις θέλουν χρόνο, κόπο και τρόπο. Και τον δίνω. Ξέρω ότι δεν μπορείς κάτι να το τραβήξεις από τα μαλλιά αν δεν πάει, γι’αυτό κι έμαθα να φεύγω. Μα για πόσο; Μια βαλίτσα κατάντησε η ζωή μου. Βάζω μέσα αναμνήσεις, πίκρες και δάκρυα και φεύγω.
Φεύγω από εκείνους που με κορόιδεψαν, από εκείνους που δε με αγάπησαν, δε με υπολόγισαν, δεν ταίριαξαν. Φεύγω δίχως να ρίχνω κλεφτές ματιές πίσω. Καταλήγω ότι εγώ φταίω. Μάλλον δεν ξέρω να επιλέγω. Ή μπορεί να μην είμαι και τόσο καλή όσο νομίζω. Αλλά μέσα σε έναν κόσμο τελειότητας, δε θα βρεθεί ένας λιγότερο τέλειος να με αγαπήσει γι’αυτό που είμαι; Μια σταλίτσα αληθινής, ανυπόκριτης αγάπης για να ανταποδώσω με ωκεανούς. Κι ας μη φορέσω ποτέ νυφικό τώρα που το σκέφτομαι.Ας μη γίνω ποτέ μάνα. Μόνο αγάπη. Υπάρχει κανείς εκεί έξω να μου τη δώσει;Γιατί χωρίς αυτή δε ζεις, ρε γαμώτο.
Της Ελένης, της Έφης, της Βίκυς και κάθε κοπέλας που είδε τον πρίγκιπά της να γίνεται βάτραχος και πλημμυρίζει από την αξόδευτη αγάπη της.