Αυτούς που αγαπήσαμε κι «έφυγαν» από κοντά μας, δεν τους ξεχνάμε ποτέ
Πού πάει ένας άνθρωπος όταν φεύγει από εδώ;
Πέθανε σου λένε. Και πότε θα γυρίσει, ρωτάς;
Δε θα γυρίσει. Πάει… Κι αυτό το “πάει”, αυτό το τελεσίδικο, το μαύρο του θανάτου, αδυνατείς να το καταλάβεις. Δεν μπορείς να δεχτείς ότι πέθανε, δεν μπορείς να δεχτείς πως δε θα τον ξαναδείς, δε θα ξανακούσεις τη φωνή του, δε θα μοιραστείς πράγματα μαζί του. Άδειασμα.
Δάκρυα κυλούν στα μάτια και παγώνει το μέσα σου. Αρνείσαι.
Αυτός λένε δεν είναι εδώ. Κι όμως λένε ψέματα. Αν δεν είναι εσύ πώς ακούς στα αυτιά σου το γέλιο του; Πώς ακούς τη φωνή του; Πώς νιώθεις την αγκαλιά του, πώς μυρίζεις το άρωμά του;
Όλα παιχνίδι της μνήμης. Όλα στο μυαλό, όλα στην καρδιά. Οι αναμνήσεις του, οι στιγμές σας, η αγάπη σου.
Αυτή δεν πέθανε. Δε φεύγει η αγάπη. Δεν ξεχνιέται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μοιράστηκες, έδωσες, πήρες. Και τώρα όλα μια φωτογραφία πάνω σε ένα ψυχρό μάρμαρο. Αυτή σου μαρτυρά ποιος είναι από κάτω.
Μόνο που εσύ δε θέλεις να πιστέψεις. Πού πάει ο άνθρωπος όταν φεύγει από εδώ; Πού πάει η ψυχή όταν το σώμα συναντά το σκοτάδι;
Μεταφυσικές θα τις πουν τις ανησυχίες σου. Ανθρώπινες θα τις πεις εσύ. Κλείνεις τα μάτια και περιμένεις την αύρα να σε αγγίξει. Κάπου εκεί γύρω σου είναι, δεν υπάρχει περίπτωση. Δε δέχεσαι να μην υπάρχει.
Δεν τον βλέπεις, μα η αγάπη σου δε γυρίζει πίσω. Κάπου πάει κι ας μη βλέπεις που. Κάπου… κάπου.
Δύσκολο πράγμα οι απώλειες. Δύσκολο να τις δεχτείς, δύσκολο να συμβιβαστείς με την ιδέα τους. Κι είναι κι αυτή η αγάπη που δεν τελειώνει, που περιπλέκει τα πράγματα. Αγαπάς κι όταν όλα έχουν τελειώσει. Αγαπάς κι ας μη βλέπεις, ας μην αγγίζεις, ας μην ακούς τον άλλο πραγματικά.
Αγαπάς την ανάμνηση, αγαπάς τη μνήμη. Όχι δεν τον ξεχνάς. Κανείς αγαπημένος που έφυγε δεν ξεχάστηκε ποτέ. Κι αν ξεχάστηκε, δεν αγαπήθηκε.
Κλείνεις τα μάτια και τον περιμένεις. Σε όνειρο, σε παραίσθηση, τον περιμένεις. Θα έρθει, θα σου εμφανιστεί. Θα σου θυμίσει πώς είναι να είσαι κοντά του. Θα σου ζητήσει με τον τρόπο του να μην τον ξεχάσεις.
Όχι ότι το έκανες βέβαια, αλλά ξέρεις, είναι εκείνα τα ζόρια της μέρας και η ζωή που προχωρά που σε κάνει πού και πού να λησμονείς.
Θα σου μιλήσει, θα σου γελάσει και ‘συ θα γεμίσεις δάκρυα. Δε θα τον ακούσει κανείς άλλος, δε θα τον δει κανείς.
Μόνο εσύ. Και θα κλάψεις. Βουβά και πονεμένα, ασταμάτητα. Με παράπονο…
Γιατί εκείνη την ώρα θα συνειδητοποιήσεις πόσο σου λείπει, πόσο δυσαναπλήρωτο είναι το κενό που άφησε πίσω του.
Και τότε, τη στιγμή της πιο μεγάλης απουσίας, θα τον αγαπήσεις περισσότερο. Και θα καταλάβεις πως δεν πρόκειται να τον ξεχάσεις ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν…
Γιατί όσους αγάπησες κι “έφυγαν”, δεν τους ξεχνάς ποτέ.
Της Στεύης Τσούτση