Άλλους εpωτευόμαστε, άλλους παντρευόμαστε… κι άλλους ονειρευόμαστε
Οι μεγάλοι έpωτες δε φοράνε νυφικό, οι καψούρες δεν εξελίσσονται πάντα σε αγάπη κι ο γάμος δε συνεπάγεται απαραίτητα έpωτα ή συναίσθημα. Με απλά λόγια, άλλον εpωτευόμαστε, άλλον καψουρευόμαστε κι άλλον παντρευόμαστε.
Περνάνε οι άνθρωποι από σχέσεις που τους ξυπνούν έντονα μα παροδικά το πάθος, την αδημονία, την κτητικότητα, τα άκρα. Βιώνουν σε άλλες σχέσεις τον έpωτα σε διάρκεια, τον άσβηστο πόθο, την ασυγκράτητη επιθυμία να έχουν τον άλλον σε απόσταση αναπνοής. Ζουν και σε άλλες περιπτώσεις την αγάπη που μέστωσε μες στις στιγμές, αυτήν που ολοκληρώνει δυο ανθρώπους, την αγνή.
Καθημερινά παρατηρούμε ζευγάρια αποστασιοποιημένα. Προχθές είχα ένα τέτοιο δίπλα μου στην καφετέρια. Κοιτούσαν δεξιά κι αριστερά τον κόσμο για μιάμιση ώρα, δεν αντάλλαξαν πάνω από τρεις λέξεις –κι η μία ήταν προς το σερβιτόρο–, ήπιαν τον καφέ τους και φεύγοντας δεν αγκαλιάστηκαν. Είναι τα ίδια ζευγάρια που δεν κοιτάζονται στα μάτια, δεν ξέρουν τους φόβους, τις ανησυχίες του άλλου, δε χαμογελάνε γιατί δεν έχουν κανένα λόγο να χαμογελάνε.
Κάποιοι επιλέγουν έναν άνθρωπο να πορευτούν στη ζωή από φόβο μήπως τους φάει η μοναξιά. Έναν άνθρωπο που δεν ήταν ποτέ στα μέτρα των προσδοκιών τους, που επέλεξαν οι τρίτοι ή ο εγωισμός τους ή που απλώς έφερε η στιγμή στο δρόμο τους.
Χρόνια μετά, φτάνουν στα μέσα της διαδρομής ή στο τέλος της και δε βρίσκουν πουθενά γύρω αυτόν που έλιωσαν μαζί του μες στο πάθος, που εpωτεύονταν το κάθε σημείο στο κορμί του, που λάτρευαν τις μικρές ατέλειές του, που γελούσαν σαν παιδί, που δάκρυσαν μαζί του χωρίς να τσαλακωθούν, που τον έκαναν τον έναν δικό τους και μοναδικό.
Πόσο τρομακτικό μπορεί να είναι να κοιμάσαι με τον άντρα σου και να σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Πόσο άδικο η γυναίκα που παντρεύτηκες να είναι απλώς η μητέρα των παιδιών σου κι ο πιο μακρινός συναισθηματικά για σένα άνθρωπος;
Ξυπνάς ένα πρωί και αντικρίζεις τη συμβιβαστική λύση που επέλεξες. Δε σε εξιτάρει αυτός ο άνθρωπος, είναι σχεδόν ξένος με τον κόσμο σου, δε σε γοητεύει ούτε το σώμα ούτε ο χαρακτήρας του, είσαι ετών 55 κι αναρωτιέσαι τι θα γινόταν αν δεν έκανες το λάθος στα 25. Η ζωή σου είναι μια απλή, καταπιεστική και μονότονη ζωή. Χωρίς συναίσθημα, έpωτα, χωρίς ευτυχία.
Τα λάθη πληρώνονται εκπρόθεσμα. Το στοίχημα είναι να βιώσεις τον έpωτα, να καψουρευτείς, να περάσεις μέσα απ’ την ένταση, να μην αφήσεις τίποτα μισό, να τη δουλέψεις τη σχέση κι ύστερα ας τη φτάσεις στην ολοκλήρωση. Γιατί, αν φτάσεις σε ένα γάμο χωρίς όλα αυτά, τότε θα είσαι καταδικασμένος σε μια ζωή που δεν υπάρχει έpωτας ή υπάρχει κι είναι κάπου μακριά σου, ανεκπλήρωτος, μισός, απροσέγγιστος.
Είναι όπως όταν βλέπεις μια σειρά στην τηλεόραση παρακολουθείς με αγωνία το κάθε επόμενο επεισόδιο και ξαφνικά έρχεται κάποιος και σου λέει το τέλος. Τότε κλείνεις το κουτί γιατί ξέρεις τι θα συμβεί. Στην περίπτωση των σχέσεων που οδηγούν σ’ ένα γάμο χωρίς καψούρα, έpωτα ή αγάπη, το τέλος το αποκαλύπτει ο ίδιος ο εαυτός σου πολύ νωρίς, φτάνει να τον ακούσεις.
Το πάθος της καψούρας κι η κτητικότητα του έpωτα φέρνουν εντάσεις, φέρνουν συναισθήματα στο κόκκινο. Πιθανόν με έναν καβγά ή μια διαφωνία να υπάρξει χωρισμός με την ίδια ένταση που υπήρξε κι ο έpωτας. Οι σχέσεις οι οποίες αντέχουν στην έκρηξη και την ξεπερνούν φτάνουν σε ένα ώριμο κι ασφαλές συναίσθημα, ίσως και σ’ έναν ευτυχισμένο γάμο. Μα αν δεν καταφέρουν να φτάσουν, τότε μια ζωή θα τους βασανίζει το ερώτημα τι θα συνέβαινε αν έφταναν. Τι θα συνέβαινε αν δεν έβρισκαν τόσες αφορμές να τερματίσουν την πορεία τους με τον άνθρωπο που εpωτεύτηκαν;
Οι ανθρώπινες σχέσεις θέλουν κόπο και προσπάθεια. Όχι, λάθος το έθεσα. Δε θέλουν κόπο και προσπάθεια. Θέλουν επιθυμία. Επιθυμία να κρατήσεις γερά τις εμπειρίες και να τιμάς τις αναμνήσεις. Να κάνεις τη γη πηγή να μη χάσεις τον άνθρωπό σου. Επιθυμία και πράξη για να δεις τη ζωή σου με τον έναν ή τη μία που εpωτεύτηκες. Διαφορετικά είσαι άξιος της μοίρας σου κι υπόλογος των επιλογών σου.
Τυχεροί είναι οι λίγοι που γέρασαν μαζί με τον ίδιο άνθρωπο που καψουρεύτηκαν, εpωτεύτηκαν κι αγάπησαν. Αυτόν που δε φοβήθηκαν να μιλήσουν για το μέσα τους, που επικοινώνησαν τους φόβους και τις χαρές τους και φεύγοντας απ’ την καφετέρια αγκαλιάστηκαν. Αυτόν που φλέρταραν μαζί του, που θαύμασαν, ζήλεψαν, μάλωσαν και που τον έβαλαν σε ένα βάθρο ψηλά, πιο ψηλά κι απ’ τον εαυτό τους.