Α, ρε μαμά… Μεγάλωσα
Α, ρε μαμά… Μεγάλωσα. Κοντά σου, μακριά σου, με σένα, χωρίς εσένα. Ήσουν πάντα εκεί. Με ένα δικό σου τρόπο. Πώς το κατάφερνες αυτό;
Την ίδια στιγμή που μου φώναζες και με έβαζες τιμωρία και εγώ νόμιζα πως σε μισώ και ποτέ δεν θα αλλάξει αυτό, την ίδια στιγμή με ρωτούσες αν πεινάω και αν διάβασα ώστε να σπουδάσω και να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα. Κάθε φορά που έβγαινα από την πόρτα μού έλεγες να προσέχω, αν έχω ντυθεί καλά να μην κρυώσω και να έχω το νου μου εκεί που θα πάω μη μου βάλουν τίποτα στο ποτό. Kάθε φορά που έμπαινα σπίτι, με ρωτούσες πώς πέρασα, αν έχω φάει, αν είμαι καλά. Θυμάμαι να κλειδώνομαι στο δωμάτιό μου και να κλαίω με λυγμούς για εφηβικό έpωτα. Ο κόσμος γύρω μου γκρεμιζόταν, νόμιζα πως το κορμί μου σκιζόταν και θα πεθάνω. Εσύ διακριτικά με κοιτούσες από την πόρτα, σχεδόν χαμογελούσες. Ήξερες. Ήσουν εκεί, αλλά ποτέ δεν παραβίασες τον χώρο μου, τα συναισθήματά μου. Θυμάμαι να τσακωνόμαστε για το τι ώρα θα επιστρέψω, αλλά τότε ο χρόνος ήταν σχετικός και εγώ θύμωνα και σου φώναζα.
Α, ρε μαμά… Έγινα μεγάλη γυναίκα, φοράω τις δικές μου γόβες πια και περπατάω δίπλα στις δικές σου, γιατί είσαι πάντα εδώ. Φόρεσα και τις δικές σου, τις νυφικές, και πήγαμε μαζί σε ένα γάμο. Έλεγες σε όλους ότι από παιδί τις φορούσα κρυφά και έπειτα σου έλεγα να μου τις κρατήσεις. Και τις κράτησες. Όλα να μου τα δώσεις. Όλα τα δικά σου, ό,τι ζητήσω κι ό,τι δεν ξέρω να ζητήσω εσύ το έδωσες. Μεγάλωσα, και πάλι δε σε καταλάβαινα, ότι είσαι κι εσύ άνθρωπος και γυναίκα μαζί και πως θέλουμε τα ίδια πράγματα… Και σου έβαλα πάλι τις φωνές και εσύ μου έδωσες το χρόνο να σε πλησιάσω πάλι. Πώς το κάνεις αυτό; Να με παίρνεις και να με ρωτάς αν έφαγα κι αν ντύθηκα καλά, όταν εγώ, ενήλικη πια, κλαίω πάλι για έναν έpωτα; Πάντα είσαι τόσο γραφική κι όμως πάντα έχω ανάγκη να με ρωτήσεις αν έφαγα.
Α, ρε μαμά… Τώρα που σκέφτομαι να γίνω μαμά, φοβάμαι τόσο πολύ, που στα μάτια μου φαντάζεις ήρωας. Ένας σούπερ ήρωας με μαγική κάπα που πριν καν σε φωνάξω εσύ ήσουν εκεί. Πώς θα το κάνω αυτό; Υπάρχει ένα μαγικό φίλτρο που πίνει κανείς πριν κάνει όλα όσα έκανες εσύ για μένα; Είναι μια μάχη που πας άοπλος και χωρίς πανοπλία και όμως βγαίνεις νικητής; Στα μάτια μου και στην καρδιά μου είσαι αυτή η Μία που λένε όλοι και δε μπορώ να σκεφτώ καμία άλλη να με αντέχει, να με αγαπά, να με αγκαλιάζει όπως εσύ και να με νοιάζεται όσο εσύ, μετά από τόσους τσακωμούς, από τόσες κόντρες από τόσες φουρτούνες… Γιατί δεν ήμουν ήσυχο παιδί, μα εσύ ήσουν ανένδοτη στο να με στηρίζεις.
Α, ρε μαμά… Μεγάλωσα κι ακόμα σε έχω ανάγκη. Πάντα θα σε έχω κι ας έλεγα μικρή πως δε σε έχω και μπορώ και μόνη μου. Και εσύ λες σε όλους πόσο σε κάνω περήφανη κι εγώ κάποια βράδια κλαίω, γιατί δεν σου είπα όσες συγγνώμες ήθελα ως τώρα ούτε όσα ευχαριστώ σου αξίζουνε.
A, ΡΕ ΜΑΜΑ… ΤΙ ΡΟΛΟΣ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΥΛΑΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ. ΚΑΙ ΦΟΒΑΜΑΙ ΜΗΝ ΕΡΘΕΙ Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΔΕ ΘΑ ΣΕ ΦΩΝΑΖΩ ΠΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΔΕ ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΕΡΧΕΣΑΙ.
Και τότε δε θα ξαναπώ την πιο γλυκιά λέξη του κόσμου, δισύλλαβη από το Μα, την πρώτη συλλαβή που λέμε όταν ακόμα είμαστε μωρά, κι έπειτα κολλάμε άλλο ένα Μα γιατί δεν ξέρουμε κάτι άλλο να πούμε και εσύ χαμογελάς γιατί σε φωνάζουμε να ‘ρθεις. Μα αυτό το Μα είναι τελικά η αρχή μιας πρότασης με παράπονο ή η αρχή μιας λέξης με νόημα;
Μα εγώ, Μαμά, σε αγαπώ και θα το λέω και για σένα κρυφά θα κλαίω, γιατί ξέρω πια πως δεν είσαι σούπερ ήρωας παραμυθιού που πλέκει το μυαλό μου, αλλά άνθρωπος. Γυναίκα! Μαμά, γυναίκα, φίλη, άνθρωπος.
Α, ρε μαμά… Ρώτα με, μη σταματάς, ρώτα με αν έχω φάει κι αν ντύθηκα καλά να μην κρυώσω. Η σιωπή λέει χρυσές κουβέντες…
Η σιωπή λέει χρυσές κουβέντες
Aπό την Doukissa