30 από τις πιο σημαντικές φράσεις του μεγάλου Έλληνα ποιητή Τάσου Λειβαδίτη
Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 – 30 Οκτωβρίου 1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα, έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα.
Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση.
Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».
Ας δούμε μερικές από τις μεγαλύτερες φράσεις του:
Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις, κάποτε…
Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.
Ώ απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…
Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βράδια κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα.
Ένα σπίτι για να γεννηθείς, ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις, ένας στίχος για να κρυφτείς ένας κόσμος για να πεθάνεις.
Εκείνον τον καιρό έψαχνα να βρω κάτι που είχα χάσει (αν το βρω, ίσως σωθώ — ίσως σωθεί κι η ανθρωπότητα)
Κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος για κάτι πιο μακρινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα, συμβιβασμοί – πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.
Καλότυχοι εκείνοι που δε γνώρισαν τον εαυτό τους ανδρείοι εκείνοι που αποσιώπησαν την αθωότητά τους μα ευλογημένοι αυτοί που τα δώσανε όλα κι ύστερα κοίταξαν έν’ άστρο σαν τη μόνη ανταπόδοση.
αφού έζησα όλο το μαρτύριο της ελπίδας, έφτασα στο πιο απάνθρωπο έγκλημα: να πιστέψω στους ανθρώπους.
Και κάθε βράδυ κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτήν την πολυσήμαντη αυριανή σου μέρα.
η αμαρτία μας: ότι θελήσαμε πολλά, το έγκλημά μας: πράξαμε τόσα λίγα
Γι’ αυτό σου λέω πρέπει να βρεις έναν άλλο τρόπο να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους, όχι να περιμένεις την πράξη – είναι τότε αργά.
ο ουρανίσκος μας είναι ένα κοιμητήρι όπου σαπίζουν χιλιάδες ανείπωτα λόγια.
Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς – την πρώτη μέρα που διστάσαμε να πάρουμε μια απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι σε μιαν αναβολή.Όλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας.
κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, που τέλειωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς.
Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή.
η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο
Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…
Η ελπίδα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιο τον κόσμο.
Και όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε ήδη νεκροί.
“Αύριο”, λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ.
Κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, που τέλειωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς.
Κι ο έpωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο ένας τον άλλον
Να ‘σαι τόσο πρόσκαιρος, και να κάνεις όνειρα τόσο αιώνια!