Ὁ Βίος τῆς Ἁγίας Ὑπομονῆς – 13 Μαρτίου
Ἡ Ἁγία Ὑπομονή, κατὰ κόσμον Ἑλένη Δραγάση, καὶ ἀργότερα, ὡς σύζυγος τοῦ Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγου, «Ἑλένη ἡ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ αὐγούστα καὶ αὐτοκρατόρισσα τῶν Ρωμαίων ἡ Παλαιολογίνα», ἦταν θυγατέρα τοῦ Κωνσταντίνου Δραγάση, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἡγεμόνες – κληρονόμους τοῦ μεγάλου Σέρβου κράλη (=βασιλιᾶ) Στεφάνου Δουσάν.
Καταγόταν ἀπὸ βασιλικὴ καὶ εὐλογημένη γενιά. Στοὺς προγόνους της συγκαταλέγονται ἄνθρωποι ποὺ ἁγίασαν (π.χ. ὁ Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας καὶ κτίτορας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους = ὅσιος Συμεὼν ὁ Μυροβλύτης). Ὁ Κωνσταντῖνος Δραγάσης ἀνέλαβε τὴν ἡγεμονία τοῦ σημερινοῦ βουλγαρικοῦ τμήματος τῆς βόρειο – ἀνατολικῆς Μακεδονίας, στὴν περιοχὴ μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμῶνος.
Ἡ γέννησή της τοποθετεῖται στὰ ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τὸ Δουσὰν χρόνια. Ἡ ἀνατροφή, ἡ μόρφωση, ἡ ἀγωγή της, ἦταν διαποτισμένα μὲ ὅ,τι ἀνώτερο ὑπαγόρευε τὸ βυζαντινὸ ἰδεῶδες, διότι οἱ Σέρβοι εἶχαν ἐπηρεαστεῖ πολὺ ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ πολιτισμό. Ἐνοίωθε τὸν ἑαυτὸ τῆς περισσότερο ταυτισμένο μὲ τὸν…
πολιτισμὸ καὶ κυρίως μὲ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Συναισθηματικὰ καὶ οὐσιαστικὰ ἔρρεπε μᾶλλον πρὸς τὸ Βυζάντιο, τοῦ ὁποίου ἐπέπρωτο νὰ γίνει Αὐγούστα καὶ Αὐτοκρατόρισσα, πέρα πρὸς τὴν γενέθλιο σερβικὴ πατρίδα.
Κοντὰ σ’ αὐτὰ καὶ πάνω ἀπ’ αὐτά, γαλουχήθηκε μὲ τὴν πατροπαράδοτη στὴν οἰκογένειά της, ἀκράδαντη ὀρθόδοξη πίστη στὸ Θεό. Αὐτὴ ἡ πίστη εἶναι ποὺ θὰ τὴν ὁδηγεῖ, θὰ τὴν φωτίζει, καὶ θὰ τὴν ἐμπνέει στὴν πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις καὶ δοκιμασίες ζωή της.
Ὑπολογίζεται νάταν 19 περίπου χρονῶν ὅταν παντρεύτηκε τὸν Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγο (τέλη τοῦ 1390), λίγους μῆνες πρὶν γίνει Αὐτοκράτορας.
Ἡ καινούργια ζωὴ τῆς Ἑλένης – ἁγίας Ὑπομονῆς, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἔδειξε ὅτι θὰ ἦταν Γολγοθάς. Πολλὲς ἦταν οἱ φορὲς ποὺ χρειάστηκε νὰ πιεῖ τὸ ποτήρι τῆς προσβολῆς καὶ τοῦ ἐξευτελισμοῦ στὸ πλευρὸ τοῦ συζύγου της, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἀλλόθρησκους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ κατ’ ὄνομα χριστιανικὰ κράτη τῆς Δύσεως, στὴν ἀπεγνωσμένη προσπάθειά του νὰ βρεῖ τρόπους σωτηρίας τῆς ἑτοιμοθάνατης Αὐτοκρατορίας.
Ἡ Ἑλένη – ἁγία Ὑπομονὴ ἀπεδείχθη ἐξαιρετικὸς ἄνθρωπος ποὺ συγκέντρωνε πολλὲς καὶ μεγάλες ἀρετές, καὶ ψυχικὴ δύναμη. Ἔδειξε ὅτι εἶχε ἀπόλυτη συναίσθηση τόσο τῆς θέσης της καὶ τῶν περιστάσεων, ὅσο καὶ τοῦ ρόλου ποὺ αὐτὲς τῆς ὑπαγόρευαν, σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα.
Ἀγαποῦσε τὸ λαό. Ἦταν ἡ μεγάλη μάννα ποὺ ὁ καθένας μποροῦσε νὰ προστρέξει. Συμμεριζόταν τὶς ἀγωνίες του καὶ ἀνησυχίες του ἐνώπιον τῶν φοβερῶν ἐθνικῶν κινδύνων καὶ προσπαθοῦσε πάντοτε μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴν πραότητά της καὶ μὲ γλυκὰ καὶ παρηγορητικά της λόγια νὰ τὸν ἐνισχύσει. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὰ καὶ εὔγλωττα μέσα στὴν λακωνικότητά της τὰ ὅσα γράφει γιὰ τὴν Αὐτοκρατόρισσα, ὁ σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστὸς – Πλήθων: «Ἡ Βασιλὶς αὔτη μὲ πολλὴν ταπείνωσιν καὶ καρτερικότητα ἐφαίνετο νὰ ἀντιμετωπίζει καὶ τὰς δύο μορφᾶς τῆς ζωῆς. Οὔτε κατὰ τοὺς καιροὺς τῶν δοκιμασιῶν ἀπεγοητεύετο, οὔτε ὅταν εὐτυχοῦσε ἐπανεπαύετο, ἀλλὰ εἰς κάθε περίπτωσιν ἔκανε τὸ πρέπον. Συνεδύαζε τὴν σύνεσιν μὲ τὴν γενναιότητα, περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην γυναίκα. Διεκρίνετο διὰ τὴν σωφροσύνην της. Τὴν δὲ δικαιοσύνην τὴν εἶχε εἰς τελειότατον βαθμόν. Δὲν ἐμάθαμε νὰ κάμνει κακὸν εἰς οὐδένα, οὔτε μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν, οὔτε μεταξὺ τῶν γυναικών. Ἀντιθέτως ἐγνωρίσαμε νὰ κάμνει πολλὰ καλὰ καὶ εἰς πολλούς. Μὲ ποῖον ἄλλον τρόπον δύναται νὰ φανεῖ ἐμπράκτως ἡ δικαιοσύνη, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γεγονός του νὰ μὴ κάμνει κανεὶς ποτὲ θεληματικὰ καὶ σὲ κανέναν κακό, ἀλλὰ μόνον τὸ ἀγαθὸν σὲ πολλούς;».
Στάθηκε ἀντάξια τοῦ φιλόσοφου καὶ φιλοχριστοῦ συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε ἄξια δίπλα του γιὰ 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα μὲ σύγχρονή τους μαρτυρία, δήλ. ὅλα γινόντουσαν μὲ συμφωνία, ὁμόνοια, συναπόφαση, ἐν πνεύματι Χριστοῦ καὶ ἀγωνιστικὴ ἁγιότητα. Κατόρθωναν νὰ τιμοῦν τὴν ἀρετὴ μὲ λόγια καὶ ἔργα. «Λόγω μὲν διδάσκοντας τὸ πρακτέον, ἔργω δὲ γενόμενοι πρότυπα καὶ εἰκόνες ἐφηρμοσμένης ἀγάπης».
Στὸ εὐλογημένο ζευγάρι ὁ Θεὸς χάρισε ὀκτὼ παιδιά. Ἔξι ἀγόρια ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ δύο ἀνέβηκαν στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, ὁ Ἰωάννης Η’ καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ’, ὁ τελευταῖος θρυλικὸς αὐτοκράτορας. Ὁ Θεόδωρος, ὁ Δημήτριος καὶ ὁ Θωμὰς διετέλεσαν δεσπότες τοῦ Μυστρά, καὶ ὁ Ἀνδρόνικος τῆς Θεσσαλονίκης. Καὶ δύο κορίτσια, τὰ ὁποῖα ὅμως πέθαναν σὲ μικρὴ ἡλικία. Ἡ πολύτεκνη καὶ φιλοτεκνη μητέρα γαλούχησε τὰ παιδιά της μὲ τὰ νάματα τῆς πίστεως καὶ τὴ γλυκύτατη διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁδηγοῦσε σὲ ἱερὰ προσκυνήματα καὶ σεβάσμια Μοναστήρια τῆς Βασιλεύουσας, καὶ ἐπιζητοῦσε ὑπὲρ αὐτῶν τὶς εὐχὲς τῶν ἁγίων ἀσκητῶν καὶ Γερόντων. Τὰ ἀνέθρεψε «ἐν παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου», καὶ ποτὲ δὲν «ἔπαυσε μετὰ δακρύων προσευχῆς καὶ ἀγάπης νὰ νουθετῆ ἕνα ἕκαστον».Μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή, μὲ προσοχὴ καὶ προσευχὴ σμίλεψε τοὺς χαρακτῆρες τους, τοὺς ἔδωσε μαζὶ μὲ τὸ «ζῆν»καὶ τὸ «εὖ ζῆν». Ἔτσι, κατάφερε, μεταξὺ ἄλλων, νὰ θέσει τέρμα στὶς ἐπὶ 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας γιὰ τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχαν ἐξαντλήσει τὴν αὐτοκρατορία. Οἱ ὅποιες διαφορὲς ἀπόψεων ἡ διενέξεις παρουσιάζονταν (μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ἥσυχα μὲ τὸ κύρος τῆς μητρικῆς της παρέμβασης καὶ τῆς προσευχῆς της.
Ἰδιαίτερη ἦταν ἡ ἀγάπη της γιὰ τὰ Μοναστήρια. Ἐκεῖ ἀναπαυόταν, ξεκουραζόταν ἡ ψυχή της, ἀντλοῦσε δύναμη καὶ κουράγιο γιὰ τὴ συνέχεια. Αὐτό, τὸ ἐνέπνευσε σὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά της. Ὁ σύζυγός της ἀφοῦ παρέδωσε τὸν θρόνο στὸν πρωτότοκο Ἰωάννη, δύο μῆνες πρὶν τὸν θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), ἀπεσύρθη στὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ματθαῖος. Ἡ ἴδια, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἔγινε μοναχὴ (1425) στὴ Μονὴ τῆς κυρᾶς Μάρθας, μὲ τὸ ὄνομα Ὑπομονή. Καὶ τρία ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοὺς ἐπίσης ἔγιναν μοναχοί, ὁ Θεόδωρος καὶ ὁ Ἀνδρόνικος (μ. Ἀκάκιος) στὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορος, καὶ ὁ Δημήτριος (μ. Δαυὶδ) στὸ Διδυμότειχο.
Ἀκόμα, ἐν ὄσω βρισκόταν στὴν πατρίδα της, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της ἔκτισαν τὴν Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στὸ Πογάνοβο τῆς πόλης Δημήτροβγκραντ τῆς Ν.Α. Σερβίας. Στὴν Κωνσταντινούπολη εἶχε συνδεθεῖ μὲ τὴν Ι. Μ. τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Πέτρας, ὅπου φυλαγόταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ὁσίου Παταπίου τοῦ θαυματουργοῦ, στὸν ὁποῖο ἡ ἁγία Ὑπομονὴ ἔτρεφε ἰδιαίτερη εὐλάβεια. Ἡ Μονὴ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν συνασκητὴ τοῦ ὁσίου Παταπίου στὴν Αἴγυπτο, ὅσιο Βάρα, ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ 450μ.Χ. Μὲ τὴν συμβολὴ τῆς ἁγίας ἱδρύθηκε στὴ Μονὴ γυναικεῖο γηροκομεῖο μὲ τὴν ἐπωνυμία «Ἡ ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων». Ἡ εὐλάβειά της πρὸς τὸν ὅσιο Πατάπιο φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἁγιογράφος τοῦ σπηλαίου τοῦ ὁσίου Παταπίου στὰ Γεράνεια ὅρη τῆς Κορινθίας θεώρησε ἀπαραίτητο νὰ ἱστορήσει τὴν ἁγία Ὑπομονὴ δίπλα ἀπὸ τὸ σκήνωμα τοῦ ὁσίου.
Ἄνθρωπος φωτεινὸς καὶ φωτισμένος ἡ ἁγία Ὑπομονή, προικισμένη μὲ πολλὰ τάλαντα, ποὺ τὰ «ἐμπορεύθηκε» μὲ σύνεση καὶ σωφροσύνη καὶ τὰ πολλαπλασίασε, κατάφερε μὲ τὴν ἀρετή, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν καρτερία της νὰ φθάσει σὲ δυσανάβατα μέτρα ἀρετῆς. Μία σημαντικὴ φυσιογνωμία ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ πρῶτος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης μετὰ τὴν ἅλωση, στὸν Παραμυθητικό του Λόγο πρὸς τὸν Βασιλέα Κωνσταντῖνο ΙΑ’, «Ἐπὶ τὴ κοιμήσει τῆς μητρὸς Αὐτοῦ ἁγίας Ὑπομονῆς», ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ τὰ ἑξῆς:
«Τὴν μακαρίαν ἐκείνην Βασίλισσαν ὅταν τὴν ἐπεσκέπτετο κάποιος σοφός, ἔφευγεν κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ἰδικὴν της σοφίαν. Ὅταν τὴν συναντοῦσε κάποιος ἀσκητής, ἀποχωροῦσε, μετὰ τὴν συνάντηση, ντροπιασμένος διὰ τὴν πτωχείαν τῆς ἰδικῆς του ἀρετῆς, συγκρινομένης πρὸς τὴν ἀρετὴν ἐκείνης. Ὅταν τὴν συναντοῦσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εἰς τὴν ἰδικὴν του περισσοτέραν σύνεσιν. Ὅταν τὴν συναντοῦσε κάποιος νομοθέτης, ἐγινόταν προσεκτικώτερος. Ὅταν συνομιλοῦσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ὅτι ἔχει ἐνώπιόν του ἔμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Ὅταν κάποιος θαρραλέος (τὴ συναντοῦσε), ἐνοίωθε νικημένος, αἰσθανόμενος ἔκπληξιν ἀπὸ τὴν ὑπομονήν, τὴν σύνεσιν καὶ τὴν ἰσχυρότητα τοῦ χαρακτῆρος της. Ὅταν τὴν ἐπλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, ἀποκτοῦσε ἐντονώτερο τὸ αἴσθημα τῆς φιλανθρωπίας. Ὅταν τὴν συναντοῦσε κάποιος φίλος τῶν διασκεδάσεων, ἀποκτοῦσε σύνεσιν, καί, γνωρίζοντας τὴν ταπείνωσιν εἰς τὸ πρόσωπόν της, μετανοοῦσε. Ὅταν τὴν ἐγνώριζε κάποιος ζηλωτὴς τῆς εὐσεβείας, ἀποκτοῦσε μεγαλύτερον ζῆλον. Κάθε πονεμένος μὲ τὴ συνάντηση μαζί της, καταλαγίαζε τὸν πόνο του. Κάθε ἀλαζόνας αὐτοτιμωροῦσε τὴν ὑπερβολικήν του φιλαυτίαν. Καὶ γενικὰ κανένας δὲν ὑπῆρξε, ποὺ νὰ ἦλθεν εἰς ἐπικοινωνίαν μαζί τῆς καὶ νὰ μὴν ἔγινε καλύτερος».
Ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ μὴν ζήσει τὶς τελευταῖες τραγικὲς στιγμὲς τῆς Αὐτοκρατορίας. Τὴν κάλεσε κοντά Τοῦ στὶς 13 Μαρτίου 1450, ἔχοντας διανύσει 35 χρόνια ὡς Αὐτοκρατόρισσα καὶ 25 ὡς ταπεινὴ μοναχή. Ὁ σύγχρονός της διάκονος Ἰωάννης Εὐγενικός, ἀδελφός του Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου, στὸν Παραμυθητικό του Λόγο πρὸς τὸν Κῶν/ νὸν Παλαιολόγον ἐπὶ τὴ κοιμήσει τῆς Μητρὸς τοῦ ἁγίας Ὑπομονῆς συνοψίζει:
«Ὡς πρὸς δὲ τὴν ἀοίδιμον, ἐκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τὰ πάντα ἐν ὄσω ζοῦσε, ἤσαν ἐξαίρετα, ἡ πίστις, τὰ ἔργα, τὸ γένος, ὁ τρόπος, ὁ βίος, ὁ λόγος καὶ ὅλα μαζὶ ἤσαν σεμνὰ καὶ ἐπάξια της θείας τιμῆς καί, ὅπως ἔζησε μέτοχός τῆς θείας Προνοίας, ἔτσι καὶ ἐτελεύτησεν».
Η «Ἁγία Δέσποινα»,ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε τὴν ἔννοια τοῦ μοναχικοῦ της ὀνόματος (Ὑπομονὴ) μὲ τὸν τρόπον ἀντιμετωπίσεως καὶ τῶν εὐτυχῶν στιγμῶν καὶ τῶν ἀπείρων δυσκολιῶν τῆς ὅλης ζωῆς της. Ὑπομονὴ κατὰ βίον, πράξιν καὶ μοναχικὸ ὄνομα. «Τῆ ὑπομονὴ αὐτῆς ἐκτήσατο τὴν ψυχὴν αὐτῆς».
(Ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τοῦ 2006 τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης).
Σύγχρονο θαῦμα τῆς Ἁγίας
Εἶναι ἀρκετὲς οἱ ἐμφανίσεις τῆς ἁγίας Ὑπομονῆς τὰ τελευταία χρόνια σὲ εὐσεβεῖς καὶ μὴ χριστιανούς. Ἐπιλεκτικὰ καταχωροῦμε ἕνα συμβὰν ποὺ περιγράφει τὴν θαυμαστὴ ἐμφάνισί τῆς καὶ θεραπεία κάποιου ἀσθενῆ.
«Ἡ ἁγία Ὑπομονὴ ἐμφανίσθηκε ὡς μοναχὴ σὲ κάτοικο τῶν Ἀθηνῶν ποὺ ἐργαζόταν σὲ ταξί. Τὸ σταμάτησε καὶ ζήτησε νὰ κατευθυνθῆ πρὸς τὸ Λουτράκι. Ὁ ταξιτζὴς εἶχε καρκίνο τοῦ δέρματος στὰ χέρια του καὶ βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀπελπισία. Καθ’ ὁδὸν ἡ μοναχὴ ποὺ φοροῦσε ἕνα κουκούλι μὲ κόκκινο σταυρὸ τὸν ρώτησε.
Γιατί εἶσαι μελαγχολικός;
Καὶ ἐκεῖνος δὲν ἐδίστασε νὰ ὁμολογήσει ὅλη τὴν ἀλήθεια. Μετὰ τὸν ρώτησε ἂν θέλη νὰ τὸν σταυρώσει γιὰ νὰ γίνει καλὰ καὶ ἐκεῖνος δέχθηκε. Σὲ λίγο ὅμως τὸν ἐπίασε ὑπνηλία καὶ παρεκάλεσε τὴν μοναχὴ νὰ σταθοῦνε λίγο γιὰ νὰ μὴν σκοτωθοῦνε. Εἶχαν φθάσει κοντὰ στὰ διόδια καὶ εὔκολα θὰ ἔβρισκαν ἄλλο ταξὶ ἂν ἐκείνη βιαζόταν. Κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Ὅταν ξύπνησε διαπίστωσε ὅτι τὰ χέρια του εἶχαν γίνει καλά, ἀλλὰ ἡ μοναχὴ εἶχε ἐξαφανιστῆ. Ρώτησε τοὺς ἀνθρώπους τῶν διοδίων μήπως εἴδανε καμμιὰ μοναχὴ ἐκεῖ κοντά, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τὴν εἶχε δεῖ. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στὸ ταξί του καὶ κατάλαβε ὅτι κάποια ἁγία ἦταν κι’ ἔγινε ἄφαντη. Κατευθύνθηκε μετὰ στὸν γιατρό του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ περιστατικό. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔπεσε τὸ μάτι του σὲ μία εἰκόνα ποὺ ἦταν κρεμασμένη στὸν τοῖχο τοῦ ἰατρείου. Πετάχθηκε ἀπ’ τὸ κάθισμά του καὶ φώναξε: «Αὐτὴ ἢταν».
Σημειωτέον ὅτι ἡ εἰκόνα ἦταν τῆς ἁγίας Ὑπομονῆς. Ἔτσι ἔμαθε ποιὰ ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν θεράπευσε καὶ τὸν γλύτωσε καὶ ἀπ’ τὴν ἀπελπισία. Τὸ κουκούλι μὲ τὸν κόκκινο σταυρὸ ἔδειχνε τὴν καταγωγὴ πρὶν γίνει αὐτοκρατόρισσα τοῦ Βυζαντίου καὶ μὲ αὐτὸ τὸ μοναχικὸ σχῆμα τελείωσε καὶ τὴν ἐπίγεια ζωή της. Ἐκ τῶν ὑστέρων γίνηκε γνωστὸ ὅτι ἡ ἡμέρα ποὺ γίνηκε τὸ θαῦμα ἦταν 13 Μαρτίου, ἡμέρα ποὺ ἡ ἁγία γιορτάζει».
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο ἐκδόσεως Ι. Μ. Ὁσίου Παταπίου Λουτρακίου)
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Τὴν κλεινὴν βασιλίδα ἐγκωμιάσωμεν, Ὑπομονὴν τὴν ὁσίαν, περιστερὰν εὐλαβῆ ἐκ τοῦ κόσμου πετασθείσαν τῆς συγχύσεως πρὸς τὰς σκηνᾶς τοῦ οὐρανοῦ, ἐν ἀγάπη ἀκλινεῖ, ἀσκήσει καὶ ταπεινώσει βοῶντες, θραῦσον, λιταίς σου ἠμῶν δεσμοὺς ἀνόμους, ἄνασσα