Για τρεις αφανείς αναχωρητές αγίους στον Άθωνα και τον άγγελο που τους υπηρετούσε…
Ο μακάριος Γέρων, παπά Γρηγόριος (†1899) διηγόταν στα τελευταία του το έξης περιστατικό, σχετικά με το λεγόμενο ότι στον καιρό μας δεν υπάρχουν άνθρωποι αγωνιστές, όπως οι παλαιοί Πατέρες.
Λειτουργούσα, έλεγε, την Μεγάλη Πέμπτη, και προς το τέλος της Λειτουργίας παρουσιάστηκε στο ναύδριον της Καλύβας μου ένας νέος μοναχός βαστώντας αναμμένο φαναράκι.
Αφού μπήκε στο Ιερό Βήμα μου είπε, «να μη καταλύσεις όλην την κοινωνίαν, άγιε Πνευματικέ.
Είναι ανάγκη να έλθεις, να κοινωνήσεις τρεις αδελφούς, που μένουν εδώ πιο πάνω. Γι’ αυτό ήλθα να σε πάρω».
Συμμορφώθηκα χωρίς να ρωτήσω περισσότερα, και βαδίζοντας αυτός εμπρός, εγώ ακολουθούσα βαστώντας τα άγια Μυστήρια. Μετά από λίγο και παρ’ όλο τον απότομο ανήφορο και την γεροντική μου ηλικία, φτάσαμε σε ένα ευρύχωρο σπήλαιο, στο οποίο μας ανέμεναν τρεις αδελφοί μοναχοί.
Εκοινώνησαν αμέσως και αφού με ευχαρίστησαν, μου είπαν παρακλητικά «να έλθεις και του χρόνου, άγιε πάτερ, την Μεγάλην Πέμπτην να μας κοινωνήσης. Όμως να μην πεις τίποτε σε κανένα γι αυτό, και ό,τι είδες εδώ».
Εννοείται ότι από αυτά που είδα και άκουσα δεν ρώτησα τίποτε, και με τη συνοδεία του νέου κατέβηκα λίγο. Και αφού εκείνος έβαλε μετάνοια και ασπάστηκε το άγιο αρτοφόριο με κατευόδωσε, λέγοντας ότι θα επιστρέψει.
Αφού περπάτησα λίγο, κοίταξα πίσω για να τον δω να ανεβαίνει, αλλά δεν φαινόταν. Όλα αυτά με συγκλόνισαν, τηρώντας όμως την εντολήν τους δεν είπα τίποτε σε κανένα.
Τι συνέβη όμως; Στην Σκήτη μας συνηθίζεται όπως το Σάββατο του Λαζάρου να συγκεντρώνωνται όλοι οι Πατέρες για την αγρυπνία των Βαΐων στο Καθολικό [ο κεντρικός ναός της σκήτης], σύμφωνα με το «Σήμερον η χάρις του Αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε».
Το πρωί δε της Κυριακής, κατά τη συνήθεια, ανεβήκαμε όλοι οι λειτουργοί και οι Γέροντες των Καλυβών στο Συνοδικό για κέρασμα και μετά αναχώρηση καθενός μας στα ίδια.
Εκεί γενομένης πνευματικής συνομιλίας, κάποιος από την ομήγυρη είπε, «πως εξέπεσε η καλογηρική σήμερα, δεν υπάρχουν αναχωρητές Πατέρες, όπως τον παλαιόν καιρόν».
Τότε από απροσεξία ή γιατί παρασύρθηκα, είπα και εγώ, «και σήμερα υπάρχουν χάριτι Χριστού»! Και σε ερώτηση πού, «να εδώ επάνω στον Αίμονα (πρόβουνο του Άθω)» και έδειξα και με το χέρι μου.
Σε όλους έκαμε αίσθηση η ομολογία μου, αλλά δεν με ρώτησαν περισσότερα, διότι ήταν κατάκοποι από την ολονύκτια αγρυπνία και εξαντλημένοι από την νηστείαν της Τεσσαρακοστής έσπευδαν να αναχωρήσουν.
Μεταμελημένος για την αποκάλυψη μου αναχώρησα και εγώ για το ερημητήριό μου.
Την Μεγάλη Πέμπτη κατά τη λειτουργία φάνηκε και πάλιν ο νέος μοναχός, και διά νεύματος μου εξήγησε τον σκοπό. Όταν τέλειωσε η λειτουργία έλαβα τα άγια και ακολουθώντας τον φτάσαμε και πάλιν στο σπήλαιον.
Αφού μετέλαβαν των αχράντων Μυστηρίων, ο γεροντότερος από αυτούς μου είπε, «διατί, άγιε Πνευματικέ, παρέβης την εντολήν μας και μας αποκάλυψες εις τους αδελφούς»;
Και αφού εγώ δεν αποκρινόμουν, «δεν πειράζει», είπε, «αλλά διά την απερίσκεπτη αυτήν φλυαρία σου να μη έλθεις του χρόνου με τα άγια μυστήρια. Εάν δε έλθεις, θα μας βρεις, όπως θέλει ο πανάγαθος Θεός, αλλά σε παρακαλούμεν να μη μας αποκαλύψεις και πάλιν».
Έφυγα μόνος μου πλέον και έκπληκτος διά τα παράδοξα ταύτα πρόσωπα και πώς έμαθαν τα λεχθέντα από μένα στο Κυριακό της Σκήτης και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί αγίων ανδρών.
Το επόμενο έτος αφού πήρα μόνον αντίδωρο και αγιασμό, ανέβηκα με μεγάλο κόπο στο σπήλαιον και τους βρήκα και τους τρεις νεκρούς. Ασφαλώς ο νέος ήταν άγγελος Κυρίου που τους υπηρετούσε.
Ήσαν τακτοποιημένοι όπως ταιριάζει σε ύπτια στάσει και με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
Γονάτισα και τα ασπάστηκα, όπως και τα μέτωπά των, και όπως συμπέρανα από την ξηρότητα των αγίων λειψάνων των, είχαν φύγει για τις αιώνιες μονές την ίδια ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης, όταν δηλαδή είχαν μεταλάβει των αχράντων Μυστηρίων.
Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Γαβριήλ Διονυσιάτη,
“Από τον κήπο του παππού, Αγιορειτικές διηγήσεις” των εκδόσεων “Το Περιβόλι της Παναγίας”.