Σήμερα πανηγυρίζει ο Ταξιάρχης Μανταμάδου: Στη Γιορτή Σου Στρατηγέ Μας!
εβδομάδα πριν από την Κυριακή των Μυροφόρων… ο Nαός ανοίγει διάπλατα τις πύλες του και δέχεται χιλιάδες των προσκυνητών από κάθε γωνιά της γης που συρρέουν με τις τεράστιες λαμπάδες τους και τα αναθήματά τους για να ευχαριστήσουν τον Άγιο. Το πανηγύρι που γίνεται παίρνει μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα.
Η δύναμη και η χάρη Του, εμφανίζεται με την πάροδο των ετών, στις ζωές ανθρώπων, όποτε χρειαστούν τη βοήθεια και την ευλογία Του. Έχει ανοίξει τα φτερά Του, προστατεύοντας σε κρίσιμες καταστάσεις τους πιλότους της πολεμικής αεροπορίας της χώρας. Στο μοναστήρι υπάρχουν αφιερώματα (τάματα) από απλούς ανθρώπους μέχρι πιλότους της πολεμικής αεροπορίας και αξιωματικούς όλων των σωμάτων.Από τα πιο επιβλητικά αφιερώματα, αποτελεί ένα αεροσκάφος που έχει τοποθετηθεί στην είσοδο της μονής. Πρόκειται για το μαχητικό F-5A Freedom Fighter, στο κάθετο σταθερό του οποίου είναι ζωγραφισμένη η σκιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καβαλάρη και φέροντα το ξίφος του, ενώ είναι ευδιάκριτη η ονομασία »Αλέξανδρος ο Μακεδών».
Ο Λεσβιακός λαός σέβεται, αγαπά και τιμά το όνομά του. Οι Λέσβιοι τον ονομάζουν με πολλά ονόματα: Μιχαήλ, Στρατής, (Στρατηγός) Αστράτγος, Ταξιάρχης και πολλά άλλα. Πολλά παιδιά στη Λέσβο κατά τη βάπτιση τους ονομάζονται με το όνομα του Ταξιάρχη.
Η ιστορία της εικόνας του Ταξιάρχη
Η εικόνα είναι μοναδική σε ότι αφορά τον τρόπο και τις συνθήκες κάτω απ” τις οποίες δημιουργήθηκε μα και τα υλικά με τα οποία ιστορήθηκε. H ζωντανή μας παράδοση την τοποθετεί στο 1000 με 1100 μΧ. την εποχή δηλαδή, που σ” όλο το Αιγαίο κυριαρχούσαν και λεηλατούσαν τα παράλιά του οι Σαρακηνοί πειρατές. O ιερός αυτός χώρος ήταν ανδρικό Μοναστήρι προς τιμήν των Αρχαγγέλων. Οι πειρατές έμαθαν ότι εκεί υπάρχει πολύς πλούτος και μια νύχτα, που οι μοναχοί βρισκόταν στον ιερό Ναό συγκεντρωμένοι στη θεία τους λειτουργία, μπήκαν με σχοινιά από τα τείχη και τούς έσφαξαν.
Mέσα στο Ιερό Άγιο Bήμα του ναού, μαζί με τον λειτουργούντα ιερέα, βρισκόταν και ένα 17χρονο καλογεροπαίδι, ο δόκιμος Γαβριήλ, που βοηθούσε στα τελούμενα. Αυτός βλέποντας τη φοβερή σφαγή, κατόρθωσε να ξεγλιστρήσει από το παράθυρο του Αγίου Bήματος, να ανεβεί στη σκεπή και να κρυφτεί. Αυτό το αντιλήφθηκαν οι πειρατές και αφού λεηλάτησαν το Ναό και όλο το Μοναστήρι, θέλησαν να πιάσουν και τον δόκιμο Γαβριήλ για να μην αφήσουν μάρτυρα, που θα ειδοποιούσε τυχόν, τους γύρω συνοικισμούς, οι κάτοικοι των οποίων θα τους έκλειναν το δρόμο προς την θάλασσα, και θα τους χτυπούσαν.
Έβαλαν λοιπόν σκάλες και ανέβηκαν στη στέγη για να τον πιάσουν. Αλλά, η στέγη μετατράπηκε σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα και στο μέσον, πανύψηλος και αγριωπός, με σπαθί στο χέρι που πετούσε αστραπές, ο Ταξιάρχης, έτοιμος να τους επιτεθεί. Πανικόβλητοι οι πειρατές τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς τη θάλασσα, αφήνοντας όλα τα κλοπιμαία μέσα στην αυλή του Μοναστηριού. O δόκιμος μοναχός, που από θαύμα σώθηκε μόλις συνήλθε κατηφόρισε μέσα στο Ναό, για να παράσχει τις πρώτες βοήθειες στους συντρόφους του. Εκεί τους βρίσκει όλους σφαγμένους! Τότε του ήλθε μια θεία έμπνευση. Nα συγκεντρώσει το αίμα των σφαγμένων μοναχών, να το αναμείξει με χώμα, να φτιάξει πηλό και να ιστορήσει τη μορφή του Αρχαγγέλου Mιχαήλ, όπως την είδε πάνω στη σκεπή, κατά τη θαυμαστή παρουσία Tου. Άρχισε να πλάθει την εικόνα του Ταξιάρχη ανάγλυφη, δίνοντας τη μορφή εκείνη που πάνω στη σκεπή ο ίδιος είδε. Ήταν δε τόσο αφοσιωμένος στη προσπάθεια, να δώσει στον πηλό τη μορφή του Αρχαγγέλου ώστε, δεν πρόσεξε ότι ο πηλός τελείωνε! Έτσι τελείωσε το πρόσωπό του και το υπόλοιπο σώμα Του το έφτιαξε αναγκαστικά πολύ μικρό, δυσανάλογο και ασύμμετρο.
Ενώ στο μοναστήρι του Ταξιάρχη παιζόταν αυτό το δράμα, η ζωή στους γύρω συνοικισμούς συνεχιζόταν ήσυχη. Μόνο ένα τσοπανόπουλο, καθώς αγνάντευε τη θάλασσα από μια κορυφή, είδε κουρσάρικα καράβια λίγο πιο μέσα απ” την ακτή. Πήδηξε στ” άλογο του και κάλπασε προς τη μονή για να ειδοποιήσει τους μοναχούς να φυλαχθούν. Το θέαμα όμως πού αντίκρισε, τον έριξε κάτω λιπόθυμο. Όταν συνήλθε, έτρεξε και ειδοποίησε τον άρχοντα του Στένακα, για τα συμβάντα. Εκείνος ξεκίνησε αμέσως για το μοναστήρι μ” άλλους πενήντα καβαλάρηδες. Όταν μπήκαν στο Ναό είδαν τους μοναχούς σφαγμένους και βαμμένους στο αίμα και τον ηγούμενο νεκρό μπροστά στην Αγία Τράπεζα! Πήδηξαν όλοι στ” άλογα τους κι ακολουθώντας τ” αχνάρια των πειρατών, πλησίασαν σ” ένα πλάτωμα. Απότομα σταμάτησαν. Το θέαμα πού αντίκρισαν τούς έκανε κι ανατρίχιασαν. Είδαν αυτούς πού καταδίωκαν, νεκρούς και σκορπισμένους σ” όλο το πλάτωμα. Μια σπαθιά, πού άρχιζε απ” το μέτωπο κι έφτανε ως την κοιλιά, ήταν χαραγμένη στο σώμα του καθενός και τ” άνοιγε στα δύο. Ή μαχαιριά σε κάθε σώμα ήταν ακριβώς ή ίδια.
Πέρασαν αιώνες. Το μοναστήρι ερειπώθηκε από τις αλλεπάλληλες επιδρομές των Αγαρηνών. Τον 18ο αιώνα ο μικρός παλαιός ναός αντικαταστάθηκε με νέο και μεγαλύτερο, μα η ανάγλυφη θαυματουργή εικόνα του αρχαγγέλου διασώθηκε ως τις μέρες μας, όπως ακριβώς τη φιλοτέχνησε ο δόκιμος Γαβριήλ. Διατηρεί την πρώτη ζωντάνια της και παραμένει αναλλοίωτη από το χρόνο κι από τους ασπασμούς χιλιάδων προσκυνητών. Τέλος, με την πάροδο των χρόνων έχουν καταγραφεί μαρτυρίες πιστών, πως η μορφή του Ταξιάρχη, αλλάζει όψη φανερώνοντας, τα συναισθήματα Του απέναντι στον προσκυνητή. Άλλοτε αντικρίζουν το πρόσωπο του Αγίου πολύ άγριο και απόμακρο και άλλοτε πολύ ήρεμο και οικείο, πιστεύοντας ό,τι κατά αυτό τον τρόπο ο Άγιος προσπαθεί να τους περάσει διάφορα μηνύματα.
Ο Ταξιάρχης είναι ο προστάτης Άγιος της περιοχής αλλά και όλης της Λέσβου. Ιδιαίτερα τον σεβόταν οι Τούρκοι για τα πολλαπλά του θαύματα. Φορούσε σιδερένια παπούτσια και έτρεχε παντού να προστατεύσει τους χριστιανούς. Η μορφή του εβένινου εικονίσματος πείθει ότι είναι έργο μιας φλογερής πίστης, ενός απλού ανθρώπου. Το σκοτεινό πρόσωπο είναι γεμάτο δύναμη καθώς προβάλλει μέσα απ” το αστραφτερό ασημένιο πλαίσιο.
Η ανέγερση του νέου Ναού
Το χτίσιμο του νέου ναού του άρχισε και τελείωσε με θαύμα. Ή επιτροπή πού συγκροτήθηκε για την ανέγερση του, αποφάσισε να τον χτίσει λίγο μακρύτερα από το μοναστήρι. Οι εργάτες άρχισαν να σκάβουν τα θεμέλια, αλλά το πρωί τα βρήκαν σκεπασμένα με χώμα, ενώ τα εργαλεία τους ήταν στην αυλή του παλιού ναού. Ξαναέσκαψαν τα θεμέλια από την αρχή. Κι όταν βράδιασε, άφησαν επίτηδες τα εργαλεία τους εκτεθειμένα, ενώ μερικοί άνδρες κρύφτηκαν στους θάμνους για να δουν τι θα συμβεί. Τα μεσάνυχτα λοιπόν είδαν κάτι ανέλπιστο. Ένα δυνατό φως σηκώθηκε από τον παλιό ναό, σχημάτισε καμπύλη και στάθηκε πάνω από τα θεμέλια. Ύστερα ακολούθησε την αντίστροφη πορεία και χάθηκε. Οι φύλακες έμειναν εκστατικοί. Συγχρόνως ένιωσαν μυρωδιά από φρεσκοσκαμμένο χώμα. Πλησιάζουν στα θεμέλια και τα βρίσκουν πάλι σκεπασμένα. Τρέχουν στο δέντρο πού ήταν κρεμασμένα τα εργαλεία, αλλά εκείνα έλειπαν. Ξεκίνησαν ζαλισμένοι για τον παλιό ναό, στο μοναστήρι του Ταξιάρχη. Είχε αρχίσει να χαράζει, όταν ακούστηκε ξαφνικά ή καμπάνα της μονής. Σταμάτησε για λίγο κι άρχισε πάλι να χτυπάει σιγά και ρυθμικά. Κι όμως, καθώς αργότερα έμαθαν, δεν τη χτυπούσε ανθρώπινο χέρι. Έφτασαν, τέλος, στο μοναστήρι και μπήκαν στην αυλή. Εκεί είδαν ακουμπισμένα στον τοίχο με τάξη τα εργαλεία, στο ίδιο σημείο πού τα είχαν βρει και την προηγούμενη μέρα. Κατάλαβαν πια πώς ήταν θέλημα του Αρχαγγέλου να χτιστεί ο καινούργιος ναός στη θέση του παλιού.
Ή κατασκευή ξεκίνησε. Όλοι βοηθούσαν στις εργασίες, ακόμα και οι Τούρκοι. Τον σέβονταν από παλιά και τον φοβόντουσαν. Μερικοί απ” αυτούς είχαν τολμήσει να προσβάλουν το ναό του ή να μπουν στο προαύλιο καβάλα στ” άλογο τους, και τότε τον είδαν άγριο να τους κυνηγάει και να τους διώχνει.
Όταν ήρθε ή ώρα να μετακινηθεί ή ανάγλυφη εικόνα, στάθηκε αδύνατο. Ό Ταξιάρχης εμπόδισε κάθε προσπάθεια για μετακίνηση της. Ήθελε η εικόνα του να παραμείνει εκεί πού την τοποθέτησε ο δόκιμος Γαβριήλ.
Οι εργασίες προχώρησαν γοργά και πλησίαζαν στο τέλος. Τα χρήματα όμως ήταν λιγοστά. Δεν έφταναν ούτε για τα μεροκάματα των εργατών. Συγκεντρώθηκαν τότε τα μέλη της επιτροπής ανεγέρσεως του ναού στο σπίτι του ταμία. Έμειναν μέχρι αργά το βράδυ προσπαθώντας να βρουν κάποια λύση. Μα έφυγαν άπρακτοι. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ό ταμίας καθόταν σε μια πολυθρόνα βαρύθυμος και σκεπτικός, όταν ξαφνικά άνοιξε ή πόρτα. Ένας άγνωστος πέρασε μέσα, ανέβηκε τη σκάλα και προχώρησε στο δωμάτιο, όπου βρισκόταν το μπαούλο με τα λιγοστά χρήματα της επιτροπής. Ό ταμίας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δεν μπόρεσε. Ένιωθε τα πόδια του καρφωμένα. Άκουσε το μπαούλο ν” ανοίγει κι ύστερα από λίγο να κλείνει. Μετά είδε τον ξένο να επιστρέφει με βήματα αργά και βαριά. Ήταν ένας νέος με σγουρά μαλλιά και ματιά φωτεινή σαν αστραπή. Φορούσε ρόδινο σακάκι και μαύρες μπότες, πού ανέβαιναν μέχρι τους μηρούς. Χαμογέλασε στο νοικοκύρη και είπε:
– Τα χρήματα για τις πληρωμές βρίσκονται μέσα στο μπαούλο.
Ύστερα κούνησε το χέρι, σαν να τον χαιρετούσε, άνοιξε την εξώπορτα και χάθηκε στο σκοτάδι. Ό ταμίας έτρεξε στο μπαούλο. Ήταν κλειδωμένο. Το άνοιξε και τι να δει! Τρεις σειρές από φλουριά και λίρες. Τα έπιασε στη χούφτα του για να βεβαιωθεί, και τ” άφησε πάλι να πέσουν. Τα χρυσά αυτά νομίσματα, πού πρόσφερε για το ναό του ο ίδιος ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ήταν ακριβώς όσα χρειάζονταν για να πληρωθούν τα έξοδα, μέχρι και το τελευταίο γρόσι.
Ο Σάκος του Πατριάρχη
Στην εκκλησία φυλάσσεται ο αρχιερατικός Σάκος του Εθνομάρτυρά Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄. Το Σάκο και το πετραχήλι έδωσε ο ίδιος ο Eθνομάρτυρας Γρηγόριος, στον Πρωτοσύγκελλό του Πορφύριο που αργότερα έγινε, πρώτα Mητροπολίτης Σερρών και μετέπειτα Mυτιλήνης. Tον σάκο και το πετραχήλι του Γρηγορίου του E΄ μπορεί ο κάθε προσκυνητής να τα θαυμάσει μέσα σε μια θήκη στα δεξιά του Nαού καθώς μπαίνουμε. Είναι δε χρυσοποίκιλτα από κόκκινο βελιό και σε πολύ καλή κατάσταση.
Τα Λείψανα των μοναχών
Mέσα σε μια θαυμάσια και σκαλιστή, με αραβουργήματα λειψανοθήκη, βρίσκονται τα άγια λείψανα του μοναχού Γαβριήλ και το ματωμένο ζωνάρι του ηγουμένου της Mονής, που σφαγιάστηκε από τους Aγαρηνούς, μαζί με τους υπόλοιπους αδελφούς της Mονής. Ανακαλύφθηκαν το 1950, έπειτα από όραμα μιας μοναχής.
Αν και η ορθόδοξη παράδοση θέλει τον Μιχαήλ να είναι ο συνοδός των ψυχών στον άλλο κόσμο, το προσκύνημα τούτο με την μοναδική ανάγλυφη εικόνα, μαρτυρά πως ο Ταξιάρχης επεμβαίνει και σώζει όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν πολύ επικίνδυνες καταστάσεις.
Απολυτίκιο «Των Ουρανίων Στρατιών Αρχιστράτηγοι δυσωπούμεν υμάς ημείς οι άναξιοι, ίνα ταις υμών δεήσεσι τειχίσητε ημάς, σκέπη των πτερύγων της αΰλου υμών δόξης, φρουρούντες ημάς προσπίπτοντας εκτενώς και βοώντας, εκ των κινδύνων λυτρώσασθε ημάς ως Ταξιάρχαι των άνω Δυνάμεων».
Μεγαλυνάριο «Έχων σε προστάτην και βοηθόν, φύλακα και ρύστην, της ψυχής μου της ταπεινήςΜιχαήλ πρωτάρχα και μέγα Ταξιάρχα εν ώρα του κινδύνου Συ μοι βοήθησον» ***