Δεν σε αφήσω να φύγεις αν δεν αναστήσεις τον γιο μου!
Ο Λιβερτίνος, ο μαθητής του οσίου Ονωράτου πήγαινε κάποτε σε κάποια δουλειά του μοναστηριού με εντολή του ηγουμένου, του διαδόχου του Ονωράτου.
Ο Λιβερτίνος, από την αγάπη που είχε στον άγιο Ονωράτο, συνήθιζε να έχει στον κόρφο του το σανδάλι του δασκάλου του, οπουδήποτε και να πήγαινε.
Κάποτε που πήγαινε στη Ραβέννα, κάποια γυναίκα που κρατούσε το σώμα του νεκρού γιού της τον είδε και πίστεψε ότι είναι δούλος του Θεού. Και καθώς την έκαιγε η αγάπη για το νεκρό παιδί της, κράτησε το άλογό του από το χαλινάρι και του ορκίστηκε ότι δεν πρόκειται να τον αφήσει να φύγει, αν δεν αναστήσει τον γιό της.
Ο Λιβερτίνος, επειδή ποτέ δεν είχε κάνει τέτοιο θαύμα, τρόμαξε από τον όρκο και το αίτημά της. Έτσι ήθελε, από την πολλή του μετριοφροσύνη, να ξεφύγει από τη γυναίκα.
Επειδή όμως η γυναίκα ήταν ανυποχώρητη, νικήθηκε από τη συμπόνια του, κατέβηκε από το άλογο, γονάτισε, ύψωσε τα χέρια προς τον ουρανό και, βγάζοντας το σανδάλι που είχε στον κόρφο του, το έβαλε επάνω στο στήθος του νεκρού παιδιού.
Και ενώ προσευχόταν, η ψυχή του παιδιού γύρισε στο σώμα του και αμέσως αναστήθηκε. Το πήρε λοιπόν από το χέρι, το έδωσε ζωντανό στη μητέρα του που έκλαιγε και έπειτα συνέχισε τον δρόμο του.
Τι θα πούμε λοιπόν σε αυτή την περίπτωση; Η αγιοσύνη του Ονωράτου πραγματοποίησε αυτό το μεγάλο θαύμα, ή η προσευχή του Λιβερτίνου;
Στην πραγματοποίηση αυτού του θαύματος, μαζί με την πίστη της γυναίκας, συνεργάστηκε η δύναμη και των δύο, και γι’ αυτό νομίζω ότι ο Λιβερτίνος μπόρεσε να το κάνει. Γιατί πίστεψε ότι έπρεπε να βασιστεί πιο πολύ στη δύναμη του δασκάλου του παρά στη δική του. Με το να βάλει δηλαδή στο στήθος του νεκρού το σανδάλι εκείνου, έκανε φανερό ότι εκείνον θεωρούσε ικανό να κάνει αυτό που ζήτησε.
Από το βιβλίο «Ευεργετινός», τόμος Α΄, έκδοση «Το περιβόλι της Παναγίας»