Πού πάει η ψυχή μέχρι την Δευτέρα Παρουσία;
«Μία ερώτηση ακόμα, πάτερ Μάξιμε», είπε ο Γιάννης. «Όταν η ψυχή διαχωρίζεται από το σώμα, αυτή που θα βρίσκεται μέχρι την τελική Ανάσταση;
Τι θα κάνει; Εξελίσσεται, ή παραμένει, ας πούμε, σε μια κατάσταση βαθέος ύπνου;»
Έτσι το ερώτημα “πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση” μπορεί να απαντηθεί μόνο με αυτό τον τρόπο: “Θα είναι στον κόσμο των πνευμάτων όπως και οι άγγελοι”. Είναι ένας κόσμος πέρα από το χώρο και το χρόνο.
Εδώ μιλάμε για έναν ριζικά διαφορετικό κόσμο, μία ριζικά διαφορετική διάσταση, που είναι πέρα από την ικανότητα μας να τη γνωρίσουμε -να μη γνωρίσουμε με τη λογική, δηλαδή. Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει με Λόγια αυτό τον κόσμο που βρίσκεται πέρα από το χώρο και το χρόνο. Ταυτόχρονα, σ’ αυτή την περίοδο της αναμονής, υπάρχει, θα Λέγαμε, μία εξελικτική πορεία της ψυχής προς τον Θεό. Πρόκειται για μία δυναμική πορεία, καθώς η ψυχή προχωρεί προς το μεγαλείο του Θεού».
«Έτσι, η ψυχή συνεχίζει να αναπτύσσεται», είπα. «Δεν βρίσκεται εν υπνώσει, σε κάποια κατάσταση “συντήρησης” περιμένοντας τη Δευτέρα Παρουσία».
«Σωστά. Αυτό λένε οι άγιοι πατέρες. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, αν η ψυχή βρισκόταν σε κατάσταση αδράνειας ή στάσης, τότε σε κάποια φάση θα αισθανόταν κόπωση και ανία στην ενατένιση του Θεού, ανεξάρτητα από το πόσο καλός και ωραίος είναι ο Θεός. Όταν είμαστε συνεχώς συγκεντρωμένοι σε κάτι χωρίς αλλαγή, αναπόφευκτα δημιουργείται κόπωση και έλλειψη ενδιαφέροντος. Ο άνθρωπος όμως προχωρεί σε μία δυναμική πορεία προς έναν Θεό που είναι άπειρος.v
Η ζωή του ανθρώπου μέσα σ’ αυτό τον άπειρο “χώρο” του Θεού είναι μία συνεχής και αδιάλειπτη κίνηση που οδηγεί, για να το πούμε έτσι, από τη μία έκπληξη στην άλλη, καθώς της αποκαλύπτεται το μεγαλείο του Θεού. Γι’ αυτό οι άγιοι, όπως και οι άγγελοι, δοξάζουν ακατάπαυστα τον Θεό, γιατί παρακολουθούν συνεχώς το μεγαλείο της αγάπης Του καθώς ξετυλίγεται μέσα στην καρδιά τους. Έτσι, και πάλι έχουμε να κάνουμε με μία εξελικτική κίνηση μέσα στο άπειρο μεγαλείο του Θεού. Δεν είναι μία στατική κατάσταση που προκαλεί ανία. Ταυτόχρονα, όμως, είναι μία στάση».
«Τι σημαίνει αυτό το παράδοξο;» ρώτησα.
«Είναι εξέλιξη και στάση ταυτόχρονα, Κυριάκο», απάντησε ο πατήρ Μάξιμος. «Ενώ στέκεσαι ενώπιον του Θεού κινείσαι προς τον Θεό” και αντίστροφα». «Δεν μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή είναι τοποθετημένη σε ένα συγκεκριμένο σημείο, σε μία προκαθορισμένη και σταθερή τρόπον τινά θέση, γιατί, όπως ήδη ανέφερα, αυτό θα σήμαινε κορεσμό και ανία. Ταυτόχρονα, η ψυχή βρίσκεται σε μία συνεχή κατάσταση διαρκούς πορείας».
«Αν ισχύει αυτό για τον κόσμο, φανταστείτε σε ποσό μεγαλύτερο βαθμό ισχύει για την επιδίωξη της γνώσης του Θεού», πρόσθεσε ο πατήρ Μάξιμος.
«Γι’ αυτό, ο Απόστολος Παύλος μας έδωσε αυτά τα λόγια, ότι ο δρόμος μας προς τον Θεό προχωρεί από δόξα σε δόξα και από έκπληξη σε έκπληξη, σε μία διαδικασία που δεν τελειώνει ποτέ. Επομένως, ο άνθρωπος μετά το θάνατο συνεχίζει να διατηρεί τις δυνάμεις της συνειδητότητάς του, και μπορεί να συνεχίσει να επικοινωνεί με τον Θεό. Δεν εννοώ ότι η ψυχή θα προσεύχεται στον Θεό ζητώντας αυτό ή εκείνο το αντικείμενο, ή αυτή ή εκείνη τη χάρη.
Όταν λέω προσευχή, εννοώ την ενέργεια που ενώνει τους ανθρώπους με τον Θεό. Με αυτό το είδος προσευχής, οι νεκροί μπορούν να επικοινωνούν με ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή, με τον ίδιο τρόπο που επικοινωνούμε και προσευχόμαστε για τις ψυχές των νεκρών. Γι’ αυτό έχουμε τα μνημόσυνα. Είναι ο τρόπος που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνούμε, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, με εκείνους που έχουν φύγει ήδη για το μεγάλο ταξίδι».
Απόσπασμα από το βιβλίο Δώρα της Ερήμου, Gifts of the Desert, Κυριάκου Μαρκίδη, καθηγητή Κοινωνιολογίας του Μέιν, εκδόσεις Διόπτρα
Ο στάρετς Στέργιος για τους κεκοιμημένους
Παράλληλα, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο πατήρ Σέργιος ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα προκείμενου να βοηθήσει το ποίμνιο που ο Θεός του εμπιστεύθηκε. Διέσχιζε ασταμάτητα το Παρίσι και τα προάστια με σκοπό να επισκεφθεί αρρώστους και ηλικιωμένους, να βοηθήσει απόκληρους, να παρηγορήσει θλιμμένους, να προπέμψει ετοιμοθάνατους.
Ανταποκρινόταν πάντοτε σε εκείνους που, σε οποιαδήποτε περίσταση, επιζητούσαν την παρουσία του, ας συμβουλές του και την προσευχή του. Έκανε τα πάντα για όλους και ήταν εξ ολοκλήρου διαθέσιμος, αφιερώνοντας στους άλλους τον χρόνο του χωρίς ποτέ να τον υπολογίζει. Έμενε στο σπίτι του μόνο όταν έπρεπε να απαντήσει στα πολυάριθμα γράμματα που του έστελναν ή για να συνομιλήσει στο τηλέφωνο επί ώρες με όλους εκείνους που, απ’ τη Γαλλία και το εξωτερικό, ζητούσαν τη βοήθεια του.
Αυτή την αγάπη προς τον πλησίον ο πατήρ Σέργιος την εκδήλωνε και προς εκείνους που είχαν εγκαταλείψει τον παρόντα κόσμο: η προσευχή για τους κεκοιμημένους κατείχε ιδιαίτερη θέση τόσο μέσα στη ζωή του ως μοναχοί), όσο και στη δραστηριότητα του ως ιερωμένου. 0 μεγάλος αριθμός των κεκοιμημένων που ήθελε να μνημονεύει κατά τη Λειτουργία της Κυριακής, είχε ως αποτέλεσμα η Προσκομιδή να ξεκινά γύρω στις οκτώ και μισή, και η Λειτουργία μετά τις έντεκα.
Επιπλέον, κατά τις ημέρες που η Εκκλησία ιδιαίτερα μνημονεύει τους κεκοιμημένους, οι ακολουθίες διαρκούσαν πάντοτε περισσότερο στον ναό της Vanves, καθώς ο πατήρ Σέργιος συνήθιζε να διαβάζει από διάφορα φύλλα χαρτιού -κιτρινισμένα τα περισσότερα από την πολυκαιρία, και σχεδόν κατεστραμμένα από την πολυχρησία -ολόκληρες λίστες με ονόματα όχι μόνο οικείων του ή προσφάτως τεθνεώτων, αλλά και όλων των αποθανόντων ενοριτών από την αρχή ακόμη της συστάσεως της ενορίας, καθώς και ανθρώπων που γνώριζε από αλλού και οι οποίοι είχαν αποβιώσει. Έτσι, χιλιάδες ήταν αυτοί που μνημόνευε ο πατήρ Σέργιος και για τους οποίους επικαλούνταν τη λυτρωτική Χάρη του ελεήμονος Θεού.
Πράγματι, για τον πατέρα Σέργιο οι νεκροί ήταν πάντοτε παρόντες, και δεν υπήρχε καμιά ασυνέχεια ανάμεσα στον κόσμο των ζώντων και τον κόσμο των κεκοιμημένων. Όλοι, ζώντες και τεθνεώτες, βρίσκονται ταυτόχρονα μέσα στην Εκκλησία, που υπερβαίνει τον χρόνο, γιατί αποτελούν ζωντανά μέλη του Σώματος Εκείνου που είναι η Αιώνια Ζωή. Όλοι τους αξίζουν την ίδια προσοχή και την ίδια αγάπη.