Ο Άγιος Γεώργιος και ο δράκος: Μια ιστορία σαν παραμύθι
Μία από τις πιο γνωστές ιστορίες με δράκοντες που αναφέρεται και στις γραφές είναι η γνωστή μάχη του αγίου Γεωργίου.
Κάποτε, στην Ανατολική επαρχία της Αττάλειας και στην πόλη Αλαγία, βασίλευε κάποιος Σέλβιος, που μαχόταν τους χριστιανούς.
Είχε βασανίσει πολλούς χριστιανούς για να αρνηθούν την πίστη τους και έπειτα τους φόνευε.
Κοντά στην πόλη υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός, που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατάτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθεί και απόφευγαν να περνούν από εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συγκέντρωσε στρατό και πήγε να σκοτώσει το άγριο θηρίο. Όμως, δεν πέτυχε και επέστρεψε άπρακτος.
Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώσει τον δράκοντα, πήγαν να τον ρωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να εξοντώσει το θηρίο. Τότε ο βασιλιάς, ύστερα από συμβουλή που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε στο πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να σκοτώσουμε το θηρίο και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των θεών. Τώρα λοιπόν, σύμφωνα με την εντολή τους, θα πρέπει ο καθένας μας να στέλνει το παιδί του για να το τρώει ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω τη μοναδική μου κόρη, όταν έλθει η σειρά της». Έτσι, λοιπόν, ο λαός υπάκουσε στη διαταγή του βασιλιά…
Ώσπου έφτασε η σειρά της κόρης του βασιλιά και δέθηκε στον ξύλινο στύλο όπου δένονταν και τα υπόλοιπα παιδιά περιμένοντας τον φρικτό τους θάνατο. Η πριγκίπισσα στεκόταν εκεί μόλις λίγα λεπτά όταν το πρόσωπό της χλόμιασε, καθώς άκουσε πίσω της βαριά βήματα. Γύρισε τρομοκρατημένη το κεφάλι της και… τι να δει; Αντίκρισε έναν ψηλό ιππότη με ασημένια πανοπλία και στον άσπρο θώρακά της υπήρχε ένας ερυθρός σταυρός. Μόλις είχε κατέβει από το κατάλευκο άτι του κρατώντας μια μακριά λόγχη και μια μεγάλη ασπίδα και πλησίαζε προς τo τρομοκρατημένο κορίτσι.
Ήταν ο Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη και ήταν αρχηγός στρατιωτικής μονάδας στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από μια εκστρατεία που έκανε μαζί του. Από Θεού θέλημα πέρασε και από τη λίμνη και όταν είδε την κόρη να κλαίει ασταμάτητα την πλησίασε και τη ρώτησε γιατί έκλαιγε και γιατί την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθεί τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρακάλεσε να καβαλήσει το άλογό του και να φύγει, γιατί κινδύνευε να χάσει τη ζωή του. Ο Γεώργιος επέμεινε και, όταν έμαθε, ορκίστηκε στον Θεό να την ελευθερώσει.
Της είπε επίσης να μη φοβάται και να πιστέψει στον Χριστό, για να δει τη δύναμή Του. Κι η βασιλοπούλα απάντησε στον άγιο: «Πιστεύω, κύριε μου, με όλη μου την ψυχή και με όλη μου την καρδιά». Ο Γεώργιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στον Θεό που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα, διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήσει τη δύναμη του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμα θα διώξουν το φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε, λοιπόν, εδώ και μόλις δεις το θηρίο να έρχεται, φώναξέ με».
Τότε ο Γεώργιος γονάτισε και, αφού σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό, προσευχήθηκε και είπε: «Ο Θεός ο Μεγάλος και Δυνατός που κάθεται πάνω στα χερουβίμ και επιβλέπει αβύσσους, που είναι ευλογητός και υπάρχει στους αιώνες, συ γνωρίζεις ότι οι καρδίες είναι μάταιες, Συ φιλάνθρωπε Δεσπότη και κύριε επίβλεψε και τώρα σε μένα τον ταπεινό και ανάξιο δούλο σου και φανέρωσέ μου τα ελέη σου. Κάνε να υποτάξω το φοβερό αυτό θηρίο για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και ότι είσαι ο μόνος αληθινός Θεός». Τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που του είπε. «Εισακούστηκε η δέησή σου, Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θα είμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε την προσευχή του ο άγιος, φάνηκε το άγριο θηρίο. Όταν το είδε η κόρη, φώναξε: «Αλίμονό μου, κύριέ μου! Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξει!».
Τότε ο άγιος έτρεξε για να συναντήσει το θηρίο. Ήταν πράγματι φοβερό. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιο που παρουσίαζε θέαμα τρομερό. Αμέσως ο άγιος έκανε το σημείο του τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρη μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό, για να πιστέψει ο λαός στο όνομά Σου το Άγιο». Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του αλόγου του αγίου και βρυχούνταν. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα, ένιωσε χαρά μεγάλη. Και ο άγιος της είπε: «Βγάλε τη ζώνη σου και δέσε με αυτή το δράκοντα από το λαιμό». Αμέσως η κόρη άφοβα έβγαλε τη ζώνη της και έδεσε το δράκοντα και ευχαριστούσε τον άγιο που τη γλίτωσε από τον βέβαιο θάνατο. Κι εκείνος, αφού ανέβηκε στο άλογό του, είπε στη βασιλοπούλα: «Σύρε το δράκοντα με τη ζώνη σου μέχρι την πόλη».
Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενο θέαμα, τράπηκαν σε φυγή. «Μη φοβάσθε, σταθείτε και θα δείτε τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία σας», τους είπε ο Γεώργιος. Τότε σταμάτησαν όλοι απορημένοι και περίμεναν να δουν τι θα τους δείξει. Τους προέτρεψε, λοιπόν, να πιστέψουν στον αληθινό Θεό και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού σήκωσε το χέρι του, χτύπησε με το ακόντιο το δράκοντα και το φοβερό τέρας σκοτώθηκε. Έπειτα, αφού πήρε από το χέρι τη βασιλοπούλα, την παρέδωσε στο βασιλιά. Και όλοι γονάτισαν, καταφιλούσαν τα πόδια του αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθο Θεό, διότι τους ελευθέρωσε από το θηρίο.
Ο άγιος Γεώργιος κάλεσε από κάποια πόλη της Αντιόχειας τον επίσκοπο Αλέξανδρο και βάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντες και όλο το λαό. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες!
Και αφού βαπτίστηκαν όλοι, έχτισαν και μια μεγάλη εκκλησία στο όνομα του Θεού. Ο άγιος πήγε να τη δει. Μόλις μπήκε στο Άγιο βήμα και προσευχήθηκε, βγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίστηκε ευωδία στον ναό. (Η πηγή αυτή σώζεται μέχρι σήμερα).
Ο άγιος, αφού αποχαιρέτησε το βασιλιά και το λαό, έφυγε για την πατρίδα του την Καππαδοκία. Στο δρόμο του συνάντησε το διάβολο με μορφή ανθρώπου. Κρατούσε δύο ραβδιά στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης. Είπε, λοιπόν, με ταπείνωση: «Χαίρε, Γεώργιε». Ο άγιος αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο διάβολος και του είπε: «Ποιος είσαι και πώς με ξέρεις; Αν δεν ήσουν ο πονηρός διάβολος, δεν θα μπορούσες να με ξέρεις, αφού ποτέ ξανά δεν με έχεις δει». Ο διάβολος απάντησε: «Πώς τολμάς να υβρίζεις τους αγγέλους του Θεού και ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Μάθε να μιλάς καλά». Ο άγιος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι έτσι όπως μου τα λες και είσαι άγγελος, ακολούθησέ με. Αν όμως είσαι πνεύμα πονηρό, να μη μετακινηθείς από τη θέση σου». Μόλις τέλειωσε το λόγο του αυτό, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και φώναξε δυνατά: «Αλίμονό μου! Τι κακή ώρα ήταν αυτή που σε συνάντησα! Τι κακό έπαθα να πέσω στα χέρια σου ο ταλαίπωρος!».
Ο άγιος Γεώργιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρό και του είπε: «Σε ορκίζω στον Θεό να μου πεις τι επρόκειτο να μου κάνεις». Και ο δαίμονας είπε: «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερο τάγμα του Σατανά και, όταν ο Θεός έκανε τον ουρανό και διαχώριζε τη γη από τα νερά, ήμουνα παρών. Εγώ έκανα φοβερές βροντές και αστραπές, εγώ έδεσα κεφαλές και τώρα από την περηφάνια μου κατάντησα κάτω στον Άδη και έγινα δαίμονας. Αλίμονό μου, Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τη χάρη που σου δόθηκε και ήθελα να σε παραπλανήσω για να με προσκυνήσεις. Αλλά πλανήθηκα. Αλίμονό μου τι κακό εζήτησα να πάθω και δεν μπορώ να λυθώ. Σε παρακαλώ, Γεώργιε, θυμήσου την προηγούμενή μου ευτυχία και μη με αφήσεις να επιστρέψω στην άβυσσο, γιατί σου τα είπα όλα». Τότε ο άγιος, αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανό, είπε: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριέ μου, διότι μου παρέδωσες στα χέρια μου τον πονηρό δαίμονα, που πρόκειται να σταλεί σε σκοτεινό τόπο για να τιμωρείται αιώνια». Μόλις είπε αυτά ο άγιος, απόλυσε το πονηρό πνεύμα.