Η Αγάπη, η Γνώση και η Πίστη
Η γνώση ως επακόλουθο της αγάπης. Η πίστη στην ανάσταση είναι ενέργεια που ανασταίνει. Η μνήμη του θανάτου.
’Άς είναι ευλογημένη η ώρα αυτή, κατά την οποία ο Κύριος μου δίνει τη χαρά της κοινωνίας μαζί σας.
Ή σκέψη μου επικεντρώνεται στο ότι όλη η μέριμνα, όλη η ζωή και το είναι μας εκπηγάζουν από τον αιώνιο Θεό.
Ή ίδια βέβαια η εμπειρία μάς δείχνει ότι ο Θεός εισακούει και απαντά στις προσευχές που Του προσφέρουμε. Είναι αλήθεια ότι Αυτός απαντά βραδύτερα απ’ ότι εμείς θά θέλαμε, αλλά δεν μπορούμε να Τον «διορθώσουμε». Στις στιγμές εκείνες πού έρχεται να μάς σώσει, αισθανόμαστε ασφαλώς τήν παρουσία Του.
Και είναι χαρακτηριστική για μας η δίψα να Τον γνωρίσουμε και να Τον αγαπήσουμε. Όταν λέμε «να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε», είναι σχεδόν ένα και το αυτό, γιατί στήν αιωνιότητα η γνώση είναι επακόλουθο της αγάπης. Η Αγάπη λοιπόν είναι ο παράγοντας της ενώσεως με τον Θεό πού επικαλούμαστε. Έτσι, όλη η ζωή μας επάνω στή γη περνά με αυτό τον πόθο.
Η πραγματικότητα που μας περιβάλλει εναποθέτει επάνω μας όλο το βάρος της. Ή πραγματικότητα αυτή είναι φοβερής τάξεως. Ποτέ δεν παραμένει στάσιμη. Τίποτε δεν είναι ασάλευτο. Όλα μεταβάλλονται, ενώ εμείς πρέπει να αναζητάμε το αμετάθετο είναι.
Πώς είναι δυνατή η ανάσταση; Πού βρίσκεται η δύναμη εκείνη πού θά αναστήσει τη διαλελυμένη πλέον στον τάφο ζωή;
Οι Πατέρες μας συνέταξαν το Σύμβολο της Πίστεως πού αποτελεί χειραγωγό της ζωής μας. Γι’ αυτό και το επαναλαμβάνουμε κάθε ημέρα σε κάθε προσευχή: «Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα…». Από το Ευαγγέλιο γνωρίζουμε τί σημαίνει πίστη. Είναι ζωοποιός δύναμη, ικανή να δεχθεί τη ζωή, ακόμη και τότε πού ο άνθρωπος είναι συντετριμμένος από αρρώστιες ή από το βάρος της ηλικίας.
Και βλέπετε, οι Πατέρες επέλεξαν ως κατακλείδα στο Σύμβολο της Πίστεως τα λόγια: «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν τού μέλλοντος αιώνος». Σάς έχω ήδη μιλήσει γι’ αυτό, παρακινούμαι ωστόσο από τήν προσευχή κατ’επανάληψιν, γιά να στερεωθεί αυτό σε όλους μας.
Ζούμε με τον Θεό μας μέσα στον χρόνο• στήν κάθε ώρα της ζωής μας, σε κάθε έργο πού θά αρχίζαμε μέσα στις γήινες αυτές αλλαγές, στήν αστάθεια και τον κόπο. Εξαιτίας τού βάρους της θνητής φύσεώς μας, όταν ζούμε και μαθαίνουμε διαρκώς γιά τον θάνατο των κοντινών και των μακρινών γιά μάς ανθρώπων, κατά κάποια έννοια, διαρκώς διαλυόμαστε. Και πού βρίσκεται η δημιουργική εκείνη δύναμη; Θά έλεγε κανείς, αν ζούμε με τήν προσευχή, τότε πρέπει να αυξάνει διαρκώς μέσα μας η ενέργεια του Θείου Πνεύματος, της ασάλευτης Ζωής. Εμείς όμως δεν το αισθανόμαστε πάντοτε αυτό παρά μόνο κάποιες φορές, όταν δυναμώνει και βαθαίνει η προσευχή μας.
Να όμως, το Σύμβολο αρχίζει με τη λέξη «πιστεύω» και τελειώνει με λέξη άλλης τάξεως: «προσδοκώ» («προσδοκώ ανάστασιν νεκρών»). Έτσι λοιπόν, η πίστη μας μεταβαίνει ήδη σε πράξη άλλου επιπέδου. ’Όχι μόνο πιστεύω, άλλα και αναμένω. Αυτή η ίδια η αναμονή -«προσδοκώ ανάστασιν»- είναι ήδη ενέργεια, πού οπωσδήποτε και απαρέγκλιτα θά μάς αναστήσει.
Στις εκκλησιαστικές ακολουθίες γιά τούς κεκοιμημένους αναφέρεται η φράση «επ’ έλπίδι ζωής αιωνίου κεκοιμημένοι». Και είναι χαρακτηριστικό γιά τούς χριστιανούς να πεθαίνουν, προκειμένου να πραγματοποιήσουν εκείνο γιά το οποίο δημιουργηθήκαμε, δηλαδή ζωή όμοια με τη ζωή του ’Ίδιου του Θεού.
Σάς κουράζω επαναλαμβάνοντας τα ίδια, αλλά δεν λυπάμαι γι’ αυτό, γιατί ελπίζω ότι η σταθερή και συνετή επανάληψη θά μάς δώσει να αισθανθούμε ότι αύτή ακριβώς η ενέργεια, πού ως εξουσία θά αναστήσει τούς νεκρούς, εκφράζεται στή λέξη «προσδοκώ». Έτσι, πραγματικά θά αποκτήσουμε με σύνεση μέσα μας τήν άκτιστη αυτή ενέργεια. «Άκτιστη» σημαίνει ότι κατά τη φύση της ανήκει στον αιώνιο Θεό και ότι η ίδια αποτελεί το αιώνιο Είναι.
Στή θεωρία μας γιά τον Θεό όλα τα άκτιστα ανήκουν στο θείο επίπεδο, ενώ όλα τα κτιστά, μολονότι ανήκουν επίσης στον Θεό, κατατάσσονται στο επίπεδο της δημιουργίας. Και η δημιουργία αυτή αποτελεί διαδικασία πού εμείς ονομάζουμε χρόνο. Στήν τελική έκβαση της ζωής μας δεν θά υπάρχει πλέον χρόνος, και το περιεχόμενό της θά αλλάξει και θά γεμίσει με τήν ατελεύτητη δύναμη της ζωής του ’Ίδιου του Θεού.
Στο Σύμβολο της Πίστεως γίνεται λόγος γιά τις ενέργειες εκείνες πού ανέλαβε ο Κύριος και Θεός μας χάριν της σωτηρίας μας «δι’ ημάς τούς ανθρώπους και διά τήν ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα έκ των ουρανών».
Βέβαια, η κατάσταση της καταπτώσεως των σωματικών δυνάμεων και λειτουργιών πού ονομάζεται «γήρας» με κάνει να σκέφτομαι τον θάνατο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και εσείς πού είστε ακόμη νέοι δεν πρέπει να τον σκέφτεστε. Ψυχολογικά δεν ενδείκνυται να σκέφτεστε συνεχώς τον θάνατο, αλλά πνευματικά αυτό δεν είναι ορθό.
Στήν εμπειρία των άγιων πατέρων ασκητών βλέπουμε συχνά αναφορά σε κάποιο ιδιαίτερο είδος χάριτος, πού ονομάζεται «μνήμη θανάτου». Αυτή λοιπόν μπορεί να εμφανιστεί ακόμη και σε πολύ νέο άνθρωπο. Αλήθεια, αυτό γίνεται με τη χάρη, όταν ο Θεός δώσει να ζήσει κάποιος τήν εγγύτητα Του προς τον άνθρωπο.
Τότε τα λόγια αυτά γίνονται κατανοητά. Ή ζωή πού μάς περιβάλλει μάς πιέζει ακατάπαυστα και κατά κάποιον τρόπο θέλει να πνίξει μέσα μας τη μνήμη τού θανάτου. Και υπάρχουν πολλά πράγματα πού εμποδίζουν το πνεύμα μας να υψωθεί προς τον Θεό με καθαρή σκέψη γιά Εκείνον.
Ακόμη και οι καλύτερες διαθέσεις συναντούν φοβερή αντίσταση. Γι’ αυτό και σε μερικούς Πατέρες γεννήθηκε το αίσθημα ότι ο κόσμος αυτός είναι στενός σαν φιάλη. Ό Γκόγκολ τελειώνει ως εξής μία από τις διηγήσεις του: «Είναι ανιαρή η ζωή μας στον κόσμο αυτό, κύριοι». Αν όμως γνώριζε τον δικό μας χρόνο, τότε φαντάζομαι ότι θά έγραφε τα λόγια αυτά σε καθεμία από τις σελίδες του. Έγώ αισθάνομαι τον κόσμο αυτό στενό, σαν ένα «τσουβάλι με πέτρες». Έτσι ονομάζουν οι Ρώσοι τα κελιά της φυλακής του Πετροπαβλόβκ.
Ωστόσο όμως, η πιο βαθειά έπιθυμία μου είναι να θυμάστε τα λόγια: «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών».
Γιατί οι Πατέρες θεωρούν την απόγνωση ως αμαρτία και πάθος; Είναι μεγάλη αμαρτία να αρνηθεί κανείς εκείνο πού ο Θεός ετοίμασε γιά μάς. Έτσι λοιπόν, να μάς διαφυλάξει ο Θεός από την αμαρτία πού διαπράττουμε όταν λέμε: «Ώ, πόσο κουράστηκα από αυτή τη ζωή». Όταν όμως πραγματικά αναμένουμε την ανάσταση των νεκρών, τότε εκεί κρύβεται ενέργεια, δύναμη πού θά μάς αναστήσει…
Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ