Μια πολύ τρυφερή ιστορία για την τρίτη ηλικία… «Καλημέρα δεσποινίς!»
Ένα ζευγάρι ροζιασμένα χέρια έχει πλέξει μερικά εκατοστά μακριά από το ύψος των ματιών μου…
Σηκώνω το βλέμμα μου και αντικρίζω μια πολύ γερασμένη μα συνάμα ευγενική φυσιογνωμία…
Απαντάω με μια χαμογελαστή καλημέρα και περιμένω να ακούσω τον λόγο της επίσκεψης της στη δουλειά μου… Την ακούω και παρατηρώ την φιγούρα της… Εύθραυστη όσο και τα πολλά της χρόνια… Γκρίζα μαλλιά μαζεμένα με μια λεπτή στέκα, καθαρά ρούχα, περιποιημένο πανωφόρι και κασκόλ… Μάλλον πλεγμένο από την ίδια… Μαζί της έχει μια πλαστική μπλε σακούλα με όλο της το χαρτοβασίλειο μέσα… Το βλέμμα της είναι γεμάτο γνώση, μα τα λόγια της δείχνουν σύγχυση…
«Πες μου σε παρακαλώ … Πότε πληρώνονται οι συντάξεις;»
Της εξηγω ότι πληρώνονται κάθε τέλος του μήνα, και συνεχίζει να με ρωτά «δηλαδή πότε; «…
Της εξηγω ξανά … Και ξανά… Και ξανά… Μέχρι που μαζεύεται κόσμος πίσω της και καλημεριζοντας την, περναω στον επόμενο… Κάμποση ώρα αργότερα και αφού έχει αδειάσει ο κόσμος από μπροστά μου, ξανά βλέπω τα δύο ροζιασμενα χέρια να πλεκονται μπρος μου…
» καλημέρα δεσποινίς… Με θυμάστε; Είχα έρθει και πριν… Θα μου πείτε λίγο, γιατί δεν καταλαβαίνω και πολύ καλά… Τελικά πότε θα μπουν οι συντάξεις;…»
Δυσανασχετω μα της χαμογελαω και της ξαναλεω ότι και πριν…
«Ξέρετε…πάει λίγος καιρός που το ριμαδι το κεφάλι μου δεν με βοηθά… Ήμουν δασκάλα παλιά… Έχουν περάσει εκατοντάδες παιδιά από τα χέρια μου… Ακόμη με βλέπουν στο δρόμο και με σταματάνε… Πολλά αγάπησαν τα γράμματα εξαιτίας μου, παιδί μου… Κι αν για κάτι είμαι περήφανη, είναι ότι σπούδασαν τα περισσότερα παιδιά μου…»
…. Την ακούω ενώ κάνω κι άλλα πράγματα ταυτόχρονα…
«Παιδιά μου κορίτσι μου!! Παιδιά μου!!! Με καλούσαν οι γονείς και τρωγαμε μαζί τις Κυριακές.. Πηγαίναμε μαζί σε πάρτυ… Τους καλούσα και εγω στο σπίτι… Τότε οι δασκάλες ήταν οικογένεια… Τότε μας ένοιαζε να μάθουν τα παιδια και όχι να σχολασουμε από αυτα… Σκοπός ήταν να μάθουμε στο παιδί να αγαπάει τα γράμματα και όχι να τα βαριέται…»
Σοφή κουβέντα κύρια παλιά Δασκάλα….
«Έχω τραβήξει και αφτιά… Έχω βάλει και τιμωρία… Αν κάποιος έσπαζε κάτι ή το χαλουσε, τον εβαζα να το φτιάξει μαζί με τον πατέρα του… Κανένας δεν έκανε πάνω από μια ζημιά… ΠΟΤΕ …
Το πρώτο που τους μάθαιναν τότε ήταν ο σεβασμός κορίτσι μου…»
Ο κόσμος έχει αρχίσει και μαζεύεται πάλι πίσω της…
«Ωραία τα λέμε κύρια Αγγελική μου, αλλά πρέπει να δουλεψω, αλλιώς θα μου κάνουν παρατήρηση…»
«Ναι ναι δεσποινίς μου!!! Φεύγω. Φεύγω… Καλή σου μέρα!»
Της χαρίζω ένα μου χαμόγελο και φεύγει… Εξυπηρετω τον επόμενο και τον επόμενο και τον επόμενο….
«Καλημέρα…. Περίμενα στη σειρά…. Πόση ώρα έχεις να μιλήσουμε;» η κύρια Αγγελική μου χαμογελά κι εγώ ξεσπαω σε γέλια…. «Τι σου έλεγα λοιπόν; Για τον γιο μου; Κοιτά εδώ!!! Κοίτα ένας λεβέντης…»
Ξεδιπλώνει ένα χιολιοχρησιμοποιημενο διαφημιστικό φυλλάδιο, ενός υποψηφίου κόμματος, που δεν υφίσταται εδώ και πολλά χρονια…. Σε έναν φωτεινό πράσινο φόντο, μια φωτογραφία ενός κουστουματου γιαπη… Το όνομα του κουστουματου, είναι γραμμένο με μεγάλα γράμματα και σε στυλ παλιό… Όσο παλιό και το πολυδιπλωμενο φυλλάδιο…
«Ο γιος μου!!» τα μάτια της γεμίζουν με δάκρυα που αρνούνται να τρέξουν… «Χημικός μηχανικός… Έχει κάνει διδακτορικό στο Μόντρεαλ… Είναι υποψήφιος στις ερχομενες εκλογές… Τον καμαρωνω μωρέ…. Κι ας είναι άντρας πια… Από καμάρι δεν χόρτασε ποτέ κανείς κορίτσι μου…»
Μαζί της χαμογελαω κι εγώ… Νιωθω το καμάρι της και γεμίζει και η δική μου η ψυχή…
«Να τα καμαρώνεις τα παιδιά σου… Γιατί αν το καταλάβουν ότι τα καμαρώνεις ,δεν θα θελήσουν ποτέ να σε απογοητεύσουν… Κι αυτό να το βάλεις καλά εδώ μέσα…» με τον δείκτη του χεριού της χτυπά το μέτωπο της…
«Να τα καμαρώνεις και τα αφήνεις να κάνουν τη ζωή τους… Κι αν ασχολούνται μαζί σου στα γεράματα, πάει να πει ότι τα μεγάλωσε σωστά… Εγώ …. Δεν ξέρω…. Ίσως έκανα και λάθη….» τα μάτια της ξαναπνιγηκαν σε αδιέξοδα δάκρυα…
Πίσω της έχουν αρχίσει πάλι να μαζεύονται πελάτες που θέλουν να εξυπηρετηθούν… Το καταλαβαίνει μόνη της αυτή τη φορά και κάνει στο πλάι, ενώ ξεκινά να αραδιάζει το χαρτοβασίλειο της πάνω στο γραφείο μου….
Μετά από καμποση ώρα, αδειάζει ξανά ο χώρος μπρος μου..
«Αλήθεια… Τα αγαπάς τα ζώα; »
«Μα φυσικά! Έχω έναν σκύλο και τρεις γάτες…»
«Ξέρεις κάτι; Τα ζώα είναι τα δώρα του θεού στους ανθρώπους… Τα ζώα ξέρουν να σεβονται κορίτσι μου… Τη φύση, τον δίπλα και το φαι τους…. Τα ζώα ξέρουν να αγαπούν… Ξέρουν να υποχωρούν όταν δουν ότι κάτι δεν προχωράει… Τα ζώα ξέρουν να φέρονται… Εμείς κάπου το χάσαμε….»
«Πάω εγω τώρα γιατί μεσημεριασε…. Έχω φακές σήμερα…. Αντίο…»
Την καλημεριζω και την κοιτάζω καθώς απομακρύνεται αργά… Καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να μην σύρει τα βήματα της… Η μπλε σακούλα ειναι στο χέρι της και φέρνει μια βόλτα γύρω από τον λαιμό της το κασκόλ…
Τα λόγια της με βάζουν σε σκέψεις που με ακολουθούν στο πέρας της μέρας μου…. κόσμος πάει και έρχεται μπροστά μου… Άλλοτε πολλοί, άλλοτε λίγοι… Άλλοτε θυμωμένοι κι άλλοτε τρισευγενοι… Άλλοτε με κάποιο μάθημα ζωής κι άλλοτε με ένα τεράστιο απαγορευτικό «πως δεν θα ήθελα ΠΟΤΕ να γίνω…» …. «Συγνώμη δεσποινίς… Να σας ρωτησω κάτι;» δύο ροζιασμενα χέρια πλέκουν μπροστά μου….
«Φυσικά…» της απαντώ, φορώντας το καλύτερο μου χαμόγελο…
» πες μου σε παρακαλώ… Πότε πληρώνονται οι συντάξεις;»
…….
Η κυρία Αγγελική έρχεται στο γραφείο μου τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα… Μπορεί και δύο… Πάντα με την ίδια μπλε σακούλα… Πάντα με το ίδιο πλεκτό κασκόλ… Πάντα με την ίδια στεκα… Πάντα… Με τις ίδιες λέξεις και τις ίδιες φακές… Τι κι αν σύννεφα υπάρχουν στο μυαλό της… Τα πιο σημαντικά είναι ολοζωντανα μέσα της και σε άρτια σειρά… Μονάχα… Εκείνα τα λάθη που ίσως έκανε παλιά… Εκείνα που σήμερα της στερούν την επικοινωνία και την σπρώχνουν να αναζητά υποκατάστατα των παιδιών της, σε μια υπάλληλο που βρέθηκε μπροστά της… Να ήταν άραγε τόσο σοβαρά;
Πηγή